Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

Αποανάπτυξη, το υπέρτατο καθήκον προς την βιόσφαιρα

Ένα χορταστικό κείμενο για την αποανάπτυξη για τις μέρες που έρχονται...

του Βαγγέλη Σπινθάκη

Εισαγωγή

Στην αρχή θα υποστηρίξω πως το τρέχον μοντέλο ανάπτυξης[1] φαίνεται να είναι όλο και λιγότερο συμβατό με την οικολογική σταθερότητα του πλανήτη, την οικονομική βιωσιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας, την κοινωνική δικαιοσύνη που υποτίθεται πως κυβερνά τις επιλογές μας και μια αξιοβίωτη ζωή που γίνεται όλο και προβληματικότερη δεδομένης της τεράστιας αύξησης των αναγκών μας και την συνακόλουθη εντατικοποίηση της καθημερινής ζωής. Στη συνέχεια θα ισχυριστώ πως ακολουθώντας με συνέπεια τις επιταγές της περιβαλλοντικής ηθικής δεν μπορούμε παρά να συμπεριλάβουμε στο πεδίο της την έννοια της αποανάπτυξης αφού αυτή η τελευταία προσπαθεί να υπερασπιστεί την ευημερία τόσο των ανθρώπινων όσο και των μη ανθρώπινων όντων και ακολούθως θα περιγράψω την έννοια αυτή.

Ακολούθως θα παρουσιάσω εν συντομία κάποια από τα δομικά της χαρακτηριστικά και θα δείξω πως ο νέος αυτός τρόπος σκέψης και δράσης έχει ήδη αρχίσει να αναδύεται μέσα από ανθρώπινες συμπεριφορές των τελευταίων δεκαετιών. Θα συζητήσω το ζήτημα της σχέσης αποανάπτυξης-δημοκρατίας και θα επιμείνω στην αλληλοδιαπλοκή αποανάπτυξης και εργασίας, ευτυχίας και θανάτου.

Το τρέχον μοντέλο της ανάπτυξης είναι περιβαλλοντικά μη βιώσιμο -1



Πατέρες της κουλτούρας των ορίων θεωρούνται ο Nicolas Georgescu Reogen (1971) και οι Meadows et al. (1972) που με τα σχετικά βιβλία τους έφεραν τις πρώτες αντιρρήσεις από το εσωτερικό του βιομηχανικού συστήματος αναφορικά με το ζήτημα της αέναης ανάπτυξης. Αμφότεροι αμφισβητούν τη δυνατότητα του βιομηχανικού πολιτισμού όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα να μακροημερεύσει, λόγω της ύπαρξης ορίων στους φυσικούς πόρους της γης οι οποίοι είναι πεπερασμένοι[2] όπως ισχυρίστηκαν οι δεύτεροι ή λόγω της μοιραίας αύξησης της εντροπίας[3] (και άρα των όλο και μεγαλύτερων μη διαθέσιμων χρησιμοποιήσιμων αποθεματικών ενέργειας) που χαρακτηρίζει τη βιομηχανική διαδικασία, όπως κατέληξε ο πρώτος. Ο συλλογισμός που συνήθως δείχνει γλαφυρά το ανέφικτο της αέναης ανάπτυξης είναι η υπόθεση της εξίσωσης βιοτικού επιπέδου του Τρίτου Κόσμου με τις ΗΠΑ που απλούστατα θα προκαλούσε την κατάρρευση του παγκόσμιου βιοσφαιρικού οικοσυστήματος.

Μόνο η ανάπτυξη της Κίνας για να φτάσει στο επίπεδο των ΗΠΑ θα απαιτούσε 5 πλανήτες σαν τη Γη από τους οποίους θα έπρεπε να αντληθεί η αντίστοιχη τερατώδης ποσότητα φυσικών πόρων (Kohn- Bendit, 2010: 54).

Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα ένα μέλος της επιτροπής για την αειφορική ανάπτυξη στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Tim Jackson (2008)[4] γράφει: αν υποτεθεί πως δρούσαμε με ειλικρίνεια ενάντια στη φτώχεια και καταφέρναμε να συγκροτήσουμε μια παγκόσμια οικονομία με 9 δισεκατομμύρια κατοίκους που θα αναπτυσσόταν με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 2.5% ετησίως ενώ ταυτόχρονα επιδιώκαμε να μην ξεπεράσουμε το ανώτατο όριο εκπομπών CO2 που ορίζει η διακυβερνητική επιτροπή για την αλλαγή του κλίματος (IPCC) τότε το 2050 οι εκπομπές CO2 θάπρεπε να είναι το 2% των σημερινών!! Οι βιομηχανικές διαδικασίες που θα αντιστοιχούσαν στο υπόλοιπο 98% των εκπομπών θα μπορούσαν άραγε να καλυφθούν ενεργειακά από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Μάλλον όχι…

Το τρέχον μοντέλο της ανάπτυξης είναι κοινωνικά μη βιώσιμο -2

Οι τεράστιες αυξήσεις του ΑΕΠ είναι πάντα συνδεδεμένες με αυξανόμενες εισοδηματικές ανισότητες. Παρά τη συνεχιζόμενη αύξηση παραγωγής πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα και σε ποσότητες πρωτοφανείς στην παγκόσμια ιστορία, η φτώχεια εξακολουθεί να ταλαιπωρεί το 20% του ανθρώπινου πληθυσμού. Το συνεχώς αυξανόμενο πηλίκο των εισοδημάτων του πλουσιότερου 20% προς το φτωχότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού που σκαρφάλωσε από το 30:1 το 1960, στο 45:1 το 1980 και μετά στο 60:1 το 1990 (UNDP, 1991 και 1994)[5], φτάνοντας το 86: 1 (UNDP, 1999)[6] κατά τη δεκαετία του 2000, παρά τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ παγκοσμίως αποδεικνύει την ανάπτυξη ως μια διαψευσμένη ελπίδα[7]. Ως αρρώστειες του πολιτισμού αναδεικνύονται τα αναπνευστικά και καρδιαγγειακά νοσήματα ενώ το 20% των ανθρώπων των πόλεων αναμένεται ότι θα προσβληθούν από κάποιου τύπου καρκίνο που οφείλεται σε περιβαλλοντικά αίτια. Όλα αυτά συμβαίνουν με φόντο μια εξαιρετικά βαθιά πολιτιστική αναδιάρθρωση στάσεων, συμπεριφορών, τρόπων και ρυθμών εργασίας, τρόπων του γνωρίζειν και γενικότερα κοινωνικών σχέσεων που αποσυναρμολογήθηκαν για να μην αποτελούν «εμπόδιο» στη δικτατορία της οικονομικής συσσώρευσης (Sachs, 1993). Έτσι ο Νότος εδώ και μερικές δεκαετίες όχι μόνο βιώνει μια διαδικασία όπου η κοινωνική ζωή έχει υποδουλωθεί στην οικονομική σκοπιμότητα αλλά και συνειδητοποίησε πως είναι υπανάπτυκτος τη στιγμή που άρχισε να αναπτύσσεται, δεδομένου πως πρωτύτερα οι αυτόχθονες ζούσαν σε ένα καθεστώς μη ανάπτυξης, αλλά με άφθονο ελεύθερο χρόνο, αδιάφοροι προς τη συσσώρευση, με παραγωγική διαδικασία «ανορθολογική» και ίσως όχι περισσότερη κοινωνική αδικία από τα σημερινά καθεστώτα (Μοδινός, 1988).

Η έννοια που αυτός ο βαθύς πολιτιστικός μετασχηματισμός κατ’εξοχήν μετασχημάτισε είναι αυτή του χρόνου. Η διαχείρισή του καθοδηγείται από την ανάγκη για αυξανόμενη αποτελεσματικότητα/παραγωγικότητα προσανατολισμένη στην ποσότητα (και όχι αναγκαστικά στην ποιότητα). Το αποτέλεσμα είναι μια όλο και υποβαθμιζόμενη ποιότητα ζωής με αυξανόμενη ένταση και μια εξαιρετικά άνιση (σε σχέση με την αύξηση του ΑΕΠ εκείνων των χρόνων) μείωση του χρόνου της εργάσιμης μέρας[8] στις «αναπτυγμένες» χώρες του πλανήτη κατά τον προηγούμενο αιώνα. Ο σκοπός της μεγιστοποίησης του κέρδους σημαίνει όλο και λιγότερο κουράγιο και χωροχρόνο για επικοινωνία με ανθρώπους, για την ενασχόληση με την υγεία και την τέχνη, για την αγάπη και τον έρωτα ή απλά για αναστοχασμό πάνω στην ίδια τη ζωή. Επί πλέον αυτή η αέναη επιτάχυνση είναι στην ουσία της βία ασκούμενη πάντα σε βάρος των λιγότερο γρήγορων (Aries, 2010: 124) αλλά και των ίδιων των ατόμων που χειρίζονται όλο και ταχύτερα τεχνολογικά προϊόντα αναγκαζόμενοι/ες να προσαρμόζουν τους φυσιολογικούς/μεταβολικούς/βιολογικούς χρόνους τους στους υπολογιστικούς/μηχανικούς χρόνους της εκάστοτε νεότερης τεχνολογικής συνθήκης (Βιριλιό, 1997: 36). Αυτή η συνθήκη φαίνεται να μας κάνει να ξεχνάμε πως οποιοδήποτε αντικείμενο η υπηρεσία παράγεται με γρήγορους ρυθμούς δεν είναι κατ’ ανάγκη και καλής ποιότητας ενώ ταυτόχρονα μας στερεί τον απαιτούμενο χρόνο για διάλογο, διαβούλευση και επίλυση συγκρούσεων, παράγοντες που σαρκώνουν την πεμπτουσία της δημοκρατίας[9] (Βιριλιό, 1997:34). 

Το τρέχον μοντέλο της ανάπτυξης είναι οικονομικά μη βιώσιμο -3

 Η οικονομική κρίση μας ξαναθυμίζει πως είτε σε επίπεδο ιδιωτικών νοικοκυριών είτε σε επίπεδο κρατών, μέσω του δανεισμού[10] ο όγκος της παραγωγής που καλείται να καταναλωθεί, κατανέμεται με τρόπο ώστε να υπερβαίνει το τρέχον εισόδημα της οικογένειας ή το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα της πλειονότητας των πολιτών που καλούνται να το καταναλώσουν. Υπάρχει λοιπόν ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών που καλείται να καταναλώσει (πχ σε ετήσια βάση), περισσότερο προϊόν από όσο επιτρέπει το εισόδημά του[11]. Το «κρυφό» εκείνο απόθεμα αγαθών που επιτρέπει να προχωρήσουμε στην κατανάλωση αυτή υπερβαίνοντας το τρέχον εισόδημά μας, είναι το μέλλον μας (δηλαδή η προβλεπόμενη μελλοντική παραγωγή μας), αφού αυτό είναι το περιουσιακό στοιχείο που μπορούμε να πουλήσουμε (=ανταλλάξουμε). Δανειζόμενοι/ες, καταναλώνουμε τώρα αυτό που προβλέπεται να παράγουμε στο μέλλον. Οι δανειζόμενοι (είτε νοικοκυριά[12], είτε χώρες) οφείλουν, αφενός να συντηρούν το επίπεδο κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών που πέτυχαν μέσω του δανεισμού, αφετέρου να αποπληρώνουν το δάνειο. Κατά συνέπεια πιέζονται να αυξάνουν διαχρονικά το ατομικό τους εισόδημα. Πράγμα που σημαίνει πως οφείλουν να αυξάνουν την ατομική τους παραγωγικότητα/αποδοτικότητα την ίδια στιγμή μάλιστα που αυξάνεται η ανισοκατανομή των εισοδημάτων σε πλανητική κλίμακα αλλά και στο πλαίσιο κάθε χώρας. Όσο περνάει ο καιρός είναι φανερό ότι θα μειώνονται συνεχώς οι πιθανότητες να μπορέσει να συντηρηθεί διαχρονικά η διαδικασία αυτή. Είναι προφανώς μη αειφορική (Παπαδόπουλος, 2009). Επομένως η παρούσα οικονομική κρίση μπορεί να είναι ευκαιρία να ξανασκεφτούμε το τρέχον μοντέλο ζωής, πόσο μάλλον αφού μας διαβεβαιώνουν πως ότι έγινε θα ξαναγίνει επειδή είναι εγγενές στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. 

Η προβληματική της αποανάπτυξης μπορεί να αποτελέσει μέρος του πεδίου της περιβαλλοντικής ηθικής; 

 Μέσα στους κόλπους της περιβαλλοντικής ηθικής διδαχτήκαμε να θεωρούμε καθήκοντα και υποχρεώσεις που θα ρυθμίζουν την αναγκαία συμπεριφορά μας προς τα άλλα πλάσματα. Το πρώτο βήμα ήταν η θεώρηση των επόμενων γενεών και η συνεπαγόμενες ηθικές υποχρεώσεις προς αυτές, σε σχέση με την υγεία και τη μακροημέρευσή τους. Το δεύτερο βήμα ήταν η ηθική θεώρηση των άλλων μη ανθρώπινων όντων, των ειδών αλλά και των οικοσυστημάτων μέσα στα οποία τα όντα αυτά ζουν, κινούνται, αναπαράγονται και τα αντίστοιχα καθήκοντα που ανακύπτουν από τη θεώρηση αυτή (Γεωργόπουλος, 2002). Φυσική συνέπεια των προηγούμενων είναι η θεώρηση καθηκόντων και υποχρεώσεων προς το υπερσύνολο εκείνο που συμπεριλαμβάνει όλα τα προηγούμενα όντα και οικοσυστήματα, που είναι η Βιόσφαιρα, προς την κατεύθυνση του αυτοπεριορισμού των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η διερεύνηση του μοντέλου της ανάπτυξης που προηγήθηκε, φαίνεται να οδηγεί στο συμπέρασμα πως η συνολική Βιόσφαιρα απειλείται αν τυχόν δεν καταφέρουμε να ελέγξουμε την εξέλιξή του. Ισχυρίζομαι λοιπόν πως η προβληματική της αποανάπτυξης οφείλει να συμπεριληφθεί στο πεδίο της περιβαλλοντικής ηθικής στο βαθμό που παρουσιάζεται ως το καθήκον εκείνο που μπορεί να εγγυηθεί την φυσική και ψυχολογική υγεία των τωρινών και μελλοντικών γενεών, την υγεία και μακροημέρευση των μη ανθρώπινων όντων (είτε άγριας ζωής είτε παραγωγικών ζώων και φυτών) αλλά και τη συνολική υγεία της Βιόσφαιρας.

Ένα προδικαστικό θέμα: η τεχνολογική αποτελεσματικότητα/αποδοτικότητα μπορεί να αυξάνει επ’ άπειρον;

 Το κύριο επιχείρημα αυτών που αρνούνται την ύπαρξη ορίων στις σημερινές παραγωγικές και καταναλωτικές διαδικασίες είναι πως ναι μεν η τεχνολογία που αντιστοιχεί στο σημερινό μοντέλο ανάπτυξης παράγει ρύπανση και κακοδιαχείριση των φυσικών πόρων αλλά με κατάλληλες μετατροπές και αναβαθμίσεις ήδη παράγει λιγότερα περιβαλλοντικά δεινά και στο μέλλον αυτά θα είναι όλο και λιγότερα. Ας εξετάσουμε το επιχείρημα αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες.

Όντως, η συνδυασμένη βελτίωση της αποδοτικότητας υλικών και ενέργειας και της παραγωγικότητας εργασίας και κεφαλαίου συνετέλεσε ώστε στην Ιαπωνία, Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία και Δανία η αποσύνδεση (decoupling) της υλικής από την οικονομική ροή κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, να προκαλέσει αύξηση του ΑΕΠ με ταυτόχρονη μείωση σε απόλυτους αριθμούς της ρύπανσης και της εκμετάλλευσης φυσικών πόρων (Mol και Sonnenfeld, 2000). Άλλα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν πως ενώ στα χαμηλά ΑΕΠ αντιστοιχεί αυξανόμενη ρύπανση, από ένα σημείο και μετά κάθε περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ παράγει όλο και λιγότερη ρύπανση σηματοδοτώντας μια σχετική αποσύνδεση υλικής και οικονομικής ροής[13]. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Lovins φαίνεται να εναποθέτει τις ελπίδες του σε μια αύξηση της αποδοτικότητας και ανάπτυξη των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας ταχύτερη αυτής της οικονομικής ανάπτυξης (2008: 72). 

Παρόλα αυτά, μια σειρά από παραδείγματα δείχνουν πως αύξηση της αποδοτικότητας στην εκμετάλλευση ενός φυσικού πόρου μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης του πόρου αυτού. Για παράδειγμα, επειδή οι λαμπτήρες φθορίου καταναλώνουν λιγότερο ρεύμα τείνουμε να τις αφήνουμε αναμμένες για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα και τα τραίνα υψηλής ταχύτητας ακριβώς επειδή τρέχουν πιο γρήγορα μας προκαλούν να μετακινούμαστε πιο μακριά και πιο συχνά (Λατούς, 2008: 68). Στη Γαλλία ο εκσυγχρονισμός στη λειτουργία της επιχείρησης ηλεκτρισμού μπορεί να μειώσει τα τιμολόγια αλλά μελέτες δείχνουν πως το κέρδος των καταναλωτών (αλλά και η αντίστοιχη εξοικονόμηση των φυσικών πόρων) θα εξανεμιστεί διότι τα φτωχά νοικοκυριά θα αυξήσουν την θερμοκρασία των σπιτιών τους και τα ευκατάστατα θα ανανεώσουν με φρενήρη ρυθμό τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό τους (Gossart, 2010). Πιο γλαφυρά, το επιχείρημα πίσω από τα παραδείγματα αυτά που περιγράφουν το «φαινόμενο της αναπήδησης» (rebound effect) συμπυκνώνεται στην ερώτηση: μήπως ο «λαγός» της αυξανόμενης αποτελεσματικότητας δεν μπορεί να ξεπεράσει τη «χελώνα» της ακατάπαυστης ανάπτυξης; (York και Rosa, 2003: 280, αναφέρεται από Μποτετζάγια και Καραμίχα, 2008: 220). Κατά πάσα πιθανότητα όχι, δεν μπορεί[14].

Επίσης, όλα τα επιχειρήματα για μια αύξησα αποϋλικοποίηση της οικονομίας που θα βασίζεται στην ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών φαίνεται να ξεχνάει αφενός πως και οι υπηρεσίες δεν είναι άμοιρες κατανάλωσης φυσικών πόρων και παραγωγής ρύπανσης. Κάπου στεγάζονται, κάποια εργαλεία/όργανα χρησιμοποιούν, κάποιο ποσό ενέργειας καταναλώνουν, με κάποιους τρόπους εμφανίζουν και αυτές το φαινόμενο της αναπήδησης. Αφετέρου αν δεχτούμε πως το μοντέλο της ανάπτυξης των υπηρεσιών μπορεί να χαρακτηρίζεται από την ίδια λογική με το κλασσικό (δηλαδή της παραγωγής υλικών αγαθών) καταλήγουμε στον ίδιο παραλογισμό: στην όλο και εντεινόμενη προσπάθεια συμπύκνωσης του χρόνου[15].

Και εν πάση περιπτώσει μπορεί να φανταστεί κάποιος/α την πλήρη αποϋλικοποίηση της οικονομικής ζωής; Όσο δεν φαίνεται να μπορούμε να απαντήσουμε με ένα ναι στην προηγούμενη ερώτηση, οι όλο και μεγαλύτεροι αριθμοί ανθρώπων σε ένα κόσμο που γίνεται όλο και πιο «γεμάτος από εμάς και τα πράγματά μας» διαμορφώνουν μια συγκυρία όπου το φυσικό κεφάλαιο (φυσικά οικοσυστήματα, ορυκτά και ενεργειακές πρώτες ύλες) «θυσιάζεται» όλο και αντιπαραγωγικότερα για να παράξει ανθρωπογενές κεφάλαιο (τεχνολογία, πόλεις) μέσω κάποιου τύπου αντιοικονομικής μεγέθυνσης (Daly, 2008: 144-145)[16]. Στον κόσμο αυτό μάλιστα υπονοείται πως επειδή το φυσικό κεφάλαιο είναι επιδεκτικό αέναης αντικατάστασης από το ανθρωπογενές (τεχνητοποίηση, artificialization), μπορούμε να συνεχίσουμε την αναπτυξιακή πορεία αυτή καταλήγοντας σε ένα κόσμο αβίωτο που θα τον διορθώνουμε και θα τον αντικαθιστούμε με ανθρώπινες κατασκευές (Cheynet, 2008: 36).

Η αποανάπτυξη

 Πρόκειται για μια διαδικασία πραγματικής μείωσης της παραγωγής και κατανάλωσης, που θα συνοδεύεται από ένα τρόπο ζωής κατά τη διάρκεια της οποίας ξανασκεφτόμαστε και επαναϊεραρχούμε τις ανάγκες μας προς την κατεύθυνση της λιγότερης κατανάλωσης και του περισσότερου ελεύθερου χρόνου. Αυτά φαίνεται να μπορούν να σαρκωθούν μέσα σε μια ατμόσφαιρα «εκούσιας απλότητας» και «συµβιωτικότητας» μέσω της αναδιανομής του παραγόµενου πλούτου με στόχο την όσο το δυνατόν µεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη, την έμφαση στην πραγµατική αξία χρήσης ενός προϊόντος και όχι στην ανταλλακτική αξία του ως εµπορεύµατος, την ανάδειξη της σημασίας της τοπικής παραγωγής με φτηνές πρώτες ύλες, την επαναχρησιµοποίηση και την ανακύκλωση καθώς και τους οικολογικούς φόρους. Όλοι οι παραπάνω στόχοι είναι αλληλεξαρτώμενοι (Παπακριβόπουλος και Νικολόπουλος, 2009)[17]
Η αποανάπτυξη αναφέρεται πρωτίστως στην ανάγκη αποσύνδεσης του στόχου της κοινωνικής ευημερίας (κατά πάσα πιθανότητα και της ευτυχίας) από τον στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης (να παράγουμε μεγαλύτερα, περισσότερα, γρηγορότερα, να εξασφαλίσουμε με όλα τα μέσα όλο και μεγαλύτερη «αγοραστική δύναμη») και της συνεπαγόμενης αύξησης του ΑΕΠ (Καλλής, 2009). Διεκδικεί την απεξάρτηση από το κυρίαρχο και κεντρικό φαντασιακό της οικονομικής μεγέθυνσης και την εγκαθίδρυση της ευτυχέστερης ζωής στη θέση του. Αν αυτή η διαδικασία λάβει χώρα με οργανωμένο τρόπο (έτσι που να μην προσλαμβάνεται ως απειλή ενάντια στο βιοτικό μας επίπεδο, πχ επανασχεδιασµός ολόκληρης της κοινωνίας «από τα κάτω» µε βάση το τοπικό και το «µικρό»,) μπορεί ίσως να αποτελέσει την απάντηση σε όλα τα προηγουμένως αναφερθέντα δεινά της ανάπτυξης. Μόνο μια τέτοια οργάνωση της συρρικνωμένης παραγωγής και κατανάλωσης θα επιτρέψει τον υποδωδεκαπλασιασμό της παραγωγής/κατανάλωσης του μέσου κατοίκου των ΗΠΑ και τον υποτετραπλασιασμό της παραγωγής/κατανάλωσης που αντιστοιχεί στην ικανοποίηση των αναγκών του μέσου Γάλλου κλπ (Aries, 2010:116), ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση με τα φυσικά όρια του πλανήτη και η τερατώδης αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. 

Εννοείται πως δεν είναι κοινωνικά δίκαιη η ομοιόμορφη ελάττωση της οικονομικής δραστηριότητας, τόσο για τους φτωχούς όσο και για τους πλούσιους διότι δεδομένης της εκρηκτικής αύξησης του πληθυσμού, η παγκόσμια μείωση της παραγωγής θα είχε ως συνέπεια πείνα, ανεργία, ακόμη και θάνατο πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων. Επειδή το παγκόσμιο ΑΕΠ σήμερα (περίπου 50 τρισεκατομμύρια δολάρια) ακόμη και σε συνθήκες πλήρους ισοκατανομής, πιθανότατα δεν επαρκεί για να καλύψει αξιοπρεπώς τις ανάγκες όλου του πληθυσμού της γης, οι φτωχοί δικαιούνται να συνεχίσουν για ένα διάστημα την οικονομική μεγέθυνση για να χτίσουν σχολεία, νοσοκομεία, δίκτυα ύδρευσης, δρόμους κλπ που θα τους παρέχουν πόσιμο νερό, ισορροπημένη διατροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση και δημοκρατία. Άμεσο συνεπαγόμενο είναι ότι η αποανάπτυξη οφείλει να είναι γεωπολιτικά εστιασμένη στις ανεπτυγμένες χώρες, ώστε να αντισταθμίσει την κάποια αναγκαία περαιτέρω ανάπτυξη στις φτωχές.
Τα δομικά της χαρακτηριστικά

Η ισότητα

 Στο πλαίσιο της προσπάθειας για μείωση των τεράστιων ανισοτήτων, (πχ ένα δισεκατομμύριο τριτοκοσμικοί περνούν τη μέρα τους με ένα δολάριο[18]), το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα[19], μπορεί να είναι απαραίτητο εργαλείο αναδιανεμητικής οικονομικής πολιτικής (Mongeau, 2007:74) για να εξασφαλιστεί το δικαίωμα στην ύπαρξη, μάλιστα σε συνδυασμό με ένα μέγιστο επιτρεπόμενο εισόδημα (Aries, 2010:129-13) (ιδιαίτερα όταν προέρχεται από τον χρηµατοοικονοµικό τοµέα) για την εμπέδωση της ισότητας. Το σκεπτικό πίσω από τις προτεινόμενες αυτές ρυθμίσεις είναι ότι ενώ η ηθική αρχή «όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν πρόσβαση στους ελάχιστους πόρους που να τους επιτρέπουν την ικανοποίηση των βασικών αναγκών: τροφή, στέγη, υγεία, μόρφωση» είναι καθολικά αποδεκτή, οι οικονομικά ασθενέστεροι του πλανήτη δεν μπορούν να τις ικανοποιήσουν λόγω της υπερσυσσώρευσης των πλούσιων όπως δείχνει ο Bosquet/Gorg πχ. για τα αλιεύματα του πλανήτη (1984: 72-73) επικαλούμενος τον Rene Dumont και όπως επισημαίνουν οι σχετικές αναφορές του ΟΗΕ για την ανάπτυξη (δες πχ UNDP, 1998)[20]. Δείγμα αυτής της άνισης κατανομής πλούτου είναι και οι απαράδεκτοι αστρονομικοί μισθοί διευθυντικών στελεχών μεγάλων επιχειρήσεων που φτάνουν τα εκατομμύρια δολάρια[21] και είναι συγκρίσιμοι με το ΑΕΠ πχ της Λιβερίας. Εννοείται πως η κατάργηση αυτών των μισθών δεν θα έλυνε το πρόβλημα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης αλλά θα εξέπεμπε το μήνυμα πως «το δέλεαρ του κέρδους δεν μπορεί να είναι η μόνη κινητήρια δύναμη της οικονομικής ζωής» (Kohn Bendit, 2010: 59).

Τοπικοποίηση (relocalization)

Πρόκειται για μια στρατηγική οργάνωσης της ζωής που εστιάζεται στην τοπική παραγωγή τροφής, ενέργειας και αγαθών καθώς και στην ανάπτυξη της τοπικής κουλτούρας. Σκοπεύει τη ριζική μείωση της απόστασης τόπου παραγωγής και τόπου κατανάλωσης, την προστασία, βελτίωση και αύξηση της παραγωγής μικρής κλίμακας, φροντίζει ώστε η παραγωγή να βασίζεται σε πρώτες ύλες, γενετικό υλικό, πηγές ενέργειας και εργατικό δυναμικό που προέρχονται (κατά το δυνατόν) από την ίδια περιοχή (Κολέμπας, 2009: 60). Οι θεωρητικοί της αποανάπτυξης συνδέουν την τοπικοποίηση με την προσπάθεια των ανθρώπων να διατηρήσουν τις ρίζες τους, την ταυτότητά τους και «να εκτιμήσουν τη δική τους κουλτούρα πριν εκτιμήσουν τις άλλες» σε ένα αγώνα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, υπέρ του τοπικού «χωρίς τοίχους» (Aries, 2010:122). Θέλουν δηλαδή την αναβάθμιση του τοπικού στοιχείου χωρίς να καταφεύγουν σε στείρους προστατευτισμούς. 

Αντικειμενικός σκοπός είναι η αυξημένη τοπική ενεργειακή ασφάλεια, η ενδυνάμωση των τοπικών οικονομιών, η κοινωνική ισότητα και εννοείται η περιβαλλοντική προστασία. Η παραγωγή και κατανάλωση τοπικών προϊόντων μειώνει το περιβαλλοντικό αποτέλεσμα των μεταφορών (ελαχιστοποίηση «τροφοχιλιομέτρων»), ενδυναμώνει την τοπική οικονομία, προστατεύει τη γενετική ποικιλότητα και μας επανεντάσσει στους φυσικούς κύκλους μέσα από την κατανάλωση των λαχανικών εποχής. Η αυτοπαραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών[22] καθώς και τα τοπικά δίκτυα εξωχρηματικών ανταλλαγών είναι εξαιρετικά εργαλεία παραγωγής πλούτου εκτός των επίσημων καταμετρήσεων. Επίσης είναι φανερό πως η τοπικοποίηση θα μειώσει και τον παγκόσμιο όγκο των αστικών απορριμμάτων που σχετίζονται με συσκευασίες προϊόντων.

Χαλάρωση των ρυθμών ζωής και το σχετίζεσθαι

Η εργασία ως αξία οφείλει να γίνει αντικείμενο επανεξέτασης, δεδομένου μάλιστα πως το κυρίαρχο δόγμα της εποχής «η παραγωγή για την παραγωγή» (δηλαδή η παραγωγή ως αυτοσκοπός) υποβαθμίζει τον πολίτη σε απλό παραγωγό χωρίς λόγο πάνω στο προϊόν του. Η εργασία με νόημα, που είναι κοινωνικά χρήσιμη και από την οποία αντλεί κάποιος/α ευχαρίστηση αποκτά στο πλαίσιο του προβληματισμού για την αποανάπτυξη, κεντρικό υπαρξιακό νόημα. Ο επαναπροσδιορισμός της σημασίας του χρόνου και η αλλαγή σκοπών και περιεχομένου της εργασίας, μέσα από την αποδυνάμωση της «δικτατορίας του κοντοπρόθεσμου» μπορεί να οδηγήσει σε μια πύκνωση των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους (αλλά και της σχέσης με τον εαυτό). Ο αυξημένος ελεύθερος χρόνος που αφαιρείται από τις παραγωγικές διαδικασίες-αλλά και δεν διαβρώνεται από καταναλωτισμό[23]-επιτρέπει την ανάπτυξη βαθύτερων σχέσεων με τους γύρω, μέσα από διαδικασίες που τώρα παραμελούνται. Για παράδειγμα, το παιχνίδι με τους συντρόφους και τα παιδιά, ο έρωτας, η ενασχόληση με τους φίλους/ες, την φυσική υγεία και την ψυχολογική ισορροπία, η ενεργή συμμετοχή στα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα, ο αναστοχασμός πάνω στη ζωή[24]κλπ) (Γιόκαρης, χ.χ: 65-68). Όλα αυτές οι καινούργιες «μεταϋλιστικές» αξίες που σχετίζονται με την αυτοπραγμάτωση του ατόμου έχουν εδώ και καιρό κερδίσει κοινωνικό έδαφος (Inglehart, 1977) και μάλιστα έχουν φτάσει να εκφράζονται και από πολιτικά κόμματα[25]. Αυτού του είδους ο εναλλακτικός αντικαταναλωτισμός βασίζεται στην προσπάθεια θέσμισης της εθελοντικής λιτότητας-που δεν πρέπει να συγχέεται με τη φτώχεια- και ικανοποίησης των μεταρρυθμισμένων αναγκών στην περιοχή της εξωχρηματικής κοινωνικής δραστηριότητας παρά στην αγοραιοποίηση/εκχρηματισμό της ολότητας των αγαθών του βιομηχανικού (ή καπιταλιστικού) συστήματος, μέσα από την επικράτηση του Είμαι επί του Έχω (Φρομ, 1978)[26]

Στιγμές του μέλλοντος με αποανάπτυξη

Το κίνημα slow food αναπτύχθηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 80, ξεκίνησε στα 1986 στην Ιταλία ως αντίδραση στην εισβολή των McDonald’s και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μοντέρνα Κιβωτό του Νώε για τις ντόπιες ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών, σπόρων και ζώων, προσπαθεί να συντηρήσει την παραδοσιακή και τοπική κουζίνα διοργανώνοντας γιορτές μαγειρέματος και γεύσης, πληροφορεί για τους κινδύνους της τροφής fast food, αντιμάχεται τα γενετικά τροποποιημένα, τα βιοκτόνα και τα λιπάσματα, και αριθμεί πάνω από 100.000 άτομα σε 132 χώρες[27].


Ακολούθησαν μια σειρά από ομοειδή κινήματα όπως το slow movement, slow cities, slow travel, slow school κλπ όλα με έμφαση στην τοπικότητα, στην επαναδιεκδίκηση του «χαμένου» χρόνου και την αντίστοιχη ποιότητα ζωής, με κεντρική πρόταση την βαθύτερη βίωση της προσωπικής και συλλογικής ζωής που φαίνεται να σπαταλιέται ανάμεσα στα γρήγορα αυτοκίνητα, τις «τουριστικές» διακοπές[28] και τη δικτατορία του κοντοπρόθεσμου και της βιασύνης.

 Downshifting είναι μια κοινωνική συμπεριφορά κατά την οποία άνθρωποι αποφασίζουν να ζήσουν απλούστερη ζωή για να αποφύγουν την «ποντικοτρεχάλα» (rat race) της εμμονικής επιδίωξης όλο και περισσότερων αγαθών και να μειώσουν το άγχος, τις υπερωρίες και το ψυχολογικό φόρτο που τα συνοδεύει. Προσπαθούν να βρουν μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και τον ελεύθερο χρόνο και εστιάζουν σε σκοπούς ζωής όπως η προσωπική ικανοποίηση μέσα από μη υλιστικά κανάλια και η δημιουργία σχέσεων αντί της λεβιαθανικής επιδίωξης της οικονομικής επιτυχίας[29]. Το «κίνημα» αυτό φαίνεται να κερδίζει μεγάλο αριθμό ανθρώπων[30], μάλιστα η τρέχουσα κρίση μπορεί να αποδειχθεί καταλύτης για τέτοιου προσανατολισμού συμπεριφορές[31]

 Δίκτυα εξωχρηματικών ανταλλαγών έχουν δημιουργηθεί στην Ευρώπη και βόρεια Αμερική εδώ και τρεις δεκαετίες τουλάχιστον. Στην Αγγλία ήδη από τη δεκαετία του 90 υπήρχαν τα σχήματα LETS (Local Exchange Trading Systems) και στην Ελλάδα ο “οβολός” εμφανίζεται ως ένα είδος κοινωνικού νομίσματος για τη δημιουργία πλούτου σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Οι ιδρυτές του δηλώνουν πως με το «νόμισμα» αυτό «κάθε πολίτης και κάθε επιχείρηση θα μπορεί να συναλλάσσεται, να παρέχει υπηρεσίες, να εμπορεύεται, να πουλά και να αγοράζει προϊόντα και υπηρεσίες χωρίς την ανάγκη χρήσης του ευρώ»[32]. Παρά τις ανεπάρκειες, την αβεβαιότητα στη σχέση των LETS με το φορολογικό σύστημα και τις θεωρητικές αναζητήσεις για τη σχέση των LETS με το εθνικό νόμισμα, φαίνεται να είναι εργαλείο ζωτικοποίησης τοπικών κοινοτήτων με εκατοντάδες τέτοια δίκτυα σε όλο τον κόσμο[33]

 Το bookcrossing είναι μια καινούργια κοινωνική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας αφήνεται ένα ή περισσότερα βιβλία σε δημόσιο χώρο με σκοπό να γίνει αντικείμενο χρήσης από άλλους ανθρώπους που στη συνέχεια οφείλουν να πράξουν με τον ίδιο τρόπο[34], ακυρώνοντας με τον τρόπο αυτό το εμπόριο βιβλίου και τη συνακόλουθη χρηματική ανταλλαγή και οικοδομώντας σχέσεις μέσα στην τοπική κοινότητα. Αν και οι εμπνευστές του δεν προτάσσουν ένα αντι-εμπορευματικό σκεπτικό (μάλιστα, μια αγωνία των ανθρώπων του bookcrossing είναι να μην τους χαρακτηρίσουν ως “τζαμπατζήδες”) φαίνεται πάντως να συνιστά μια εναλλακτική μορφή αξιοποίησης-εμπλουτισμού του ελεύθερου χρόνου με κομβικό χαρακτηριστικό του μια «δωρεά» αποσυνδεδεμένη από την “ανταποδοτικότητα” που συνοδεύει την παραδοσιακή δωρεά. Απλώς ζητά ανταποδοτικότητα ως προς την ενέργεια (“κάνε προς άγνωστους τρίτους αυτό που έκανα εγώ σε εσένα τον άγνωστο”).

Αποανάπτυξη-Αυταρχισμός-Δημοκρατία

Ενώ η ανάπτυξη θεωρείται ως εγγενές συστατικό της δημοκρατίας από μια μερίδα κόσμου οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως καθαρές δικτατορίες (πχ Κίνα, Χιλή επί Πινοσέτ, Σαουδική Αραβία, Σοβιετική Ένωση επί Στάλιν) είχαν τεράστιες ετήσιες αυξήσεις ΑΕΠ.

Από την άλλη μεριά, αν η ανάπτυξη αφεθεί ξέφρενη μη αναγνωρίζοντας ούτε φυσικό ούτε κοινωνικό όριο, είναι πιθανό πως θα βρεθούμε μοιραία και απροετοίμαστοι σε μια έλλειψη πρώτων υλών, σε μια κατάσταση ρύπανσης ανεξέλεγκτη (Σεβέζο, ΒΡ-κόλπος Μεξικού) ή σε μια οικολογική καταστροφή αστρονομικών διαστάσεων (θυμηθείτε το Τσερνομπίλ) που μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στο χάος ή στον οικοφασισμό (Cheynet, 2008: 43-44).

Μήπως όμως υπάρχουν δυσκολίες στο να αντιμετωπιστεί η ευτυχία μας ως πολιτικό ζήτημα λόγω της εγγενούς τάσης των πολιτικών ζητημάτων να αφορούν τη δημόσια σφαίρα ενώ των ζητημάτων της ευτυχίας να αφορούν και την ιδιωτική και επομένως ενδεχόμενες πολιτικές αποφάσεις για το τι είναι η ευτυχία αναπόφευκτα θα επηρέαζαν επί το ολοκληρωτικότερο όψεις της ιδιωτικής ζωής; Αν δεχτούμε πως το έσχατο διακύβευμα είναι μια ζωή ευτυχίας δεν γίνεται να διεκδικήσουμε αυτό το πρόταγμα με δημοκρατικές διαδικασίες ;

 Επί πλέον αν «μυρίζει» ολοκληρωτισμό η προπαγάνδιση της ευτυχίας από μέρους μιας κοινωνικής ομάδας, το ίδιο μπορεί να δηλώνει και η αποφυγή της ενασχόλησης με τέτοιου είδους «μεταφυσικά» (όπως με διάθεση υποβάθμισής τους τα αποκαλούν συχνά) ερωτήματα, στο όνομα της επιδίωξης της Προόδου. Εν τέλει ακόμη ισχυρότερα φαίνεται να αποκρυσταλλώνεται μια τάση ολοκληρωτισμού στο κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης που σκοπεύει την αύξηση του πλούτου με οποιοδήποτε τίμημα. Αν συνυπολογίσουμε και τον «αυταρχικό καπιταλισμό» της Κίνας πχ όπου «οι κανόνες της αγοράς παντρεύονται χωρίς ενδοιασμούς με τη στέρηση των θεμελιωδέστερων πολιτικών δικαιωμάτων[35]» (Cohn-Bendit, 2010: 72), το κοινωνικό κράτος απουσιάζει[36] και η σπατάλη φυσικών πόρων και ρύπανσης καλπάζουν[37], τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο σκουρόχρωμα. Οι αυτοκτονίες εργαζομένων σε εταιρείες (δες πχ France Telecom, 2010[38]αλλά και κινεζική Foxconn, 2010[39] ), η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας στον Τρίτο Κόσμο, η εξόντωση ιθαγενών που είχαν την ατυχία να κατοικούν κοντά σε πλουτοπαραγωγικές πηγές (δες πχ Κιρκινέ, 1997 για την υποστήριξη της Shell προς το δικτατορικό καθεστώς της Νιγηρίας και την καταπίεση των ιθαγενών[40] ) και η τερατώδης υπερχρέωση του Τρίτου Κόσμου ως οργανικά χαρακτηριστικά του τρέχοντος οικονομικού συστήματος που μοιραία καταλήγει σε κρίσεις και πολέμους κάνει επίσης τη σχέση του με τη δημοκρατία εξαιρετικά προβληματική. Κοντολογίς, μήπως ισχύει το αντίθετο; Μήπως για να μπορέσει να συνεχίσει η ανάπτυξη οφείλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν οι ανισότητες ανάμεσα σε αυτούς που μπορούν να απολαύσουν τα νέα προϊόντα και υπηρεσίες (βάσει του δόγματος ότι το καινούργιο είναι απλούστατα καλύτερο) και τους «φτωχούς»[41] που δεν μπορούν αλλά αφήνονται να ελπίζουν πως θα μπορέσουν στο μέλλον; Αν αυτή η ανισότητα φαίνεται να αποτελεί κυριολεκτικά τον κινητήρα της ανάπτυξης (Bosquet/Gorg, 1984: 64-65) τότε λογικά η εξισωτική δημοκρατία δεν της είναι φιλική (Aries, 2010: 35-40[42]).

Κατά συνέπεια, μπορούμε με υπευθυνότητα ενηλίκων[43] και χωρίς να παραβιάζονται οι δημοκρατικοί κανόνες να συζητήσουμε το θέμα του κοινωνικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή (τι, πως και για ποιο σκοπό παράγεται) που θα επανεπικαιροποιήσει τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία αυτή οφείλει να λειτουργεί: μπορούμε άραγε να συνεχίσουμε να παράγουμε αν αυτή η παραγωγή δημιουργεί προνόμια για κάποιους και υποβαθμίζει κάποιους άλλους ανθρώπους; Είναι ηθικά και πολιτικά σκόπιμη η γενίκευση της παραγωγής κάποιων προϊόντων που την ίδια στιγμή παράγουν φτώχεια, ανισότητα και οικολογική υποβάθμιση (Bosquet/Gorg, 1983: 49); Αυτή η συζήτηση πιθανότατα να κατέληγε σε επανεπιβεβαίωση της ανάγκης μας για κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας, της νανοτεχνολογίας, των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, των συμβατικών λαμπτήρων πυρακτώσεως[44] και του ριζικού περιορισμού της διαφήμισης[45], του μεγέθους των πόλεων, της χρήσης του αυτοκινήτου και του αεροπλάνου, της κατανάλωσης κρέατος, των γηπέδων γκόλφ[46] ενώ ταυτόχρονα θα ήταν μια διαβούλευση που θα μπορούσε να επαναζωτικοποιήσει τη δημοκρατία των πολιτών αντί της δημοκρατίας των καταναλωτών[47]

 Με άλλα λόγια οι καταναλωτές «ψηφίζοντας» μέσω των ισχυρών οικονομικών προτιμήσεών τους κάποια προϊόντα (πχ ενέργεια, αυτοκίνητα, κρέας) κερδίζουν μεν την ικανοποίηση των καταναλωτικών τους αναγκών, ταυτόχρονα όμως καταπιέζουν τα δικαιώματα άλλων κοινωνικών ομάδων: τους στερούν (εμμέσως) την υγεία ή και τη ζωή (δες πχ το θέμα της πυρηνικής ενέργειας και την καταστροφή του Τσερνομπίλ). Συντελούν (εμμέσως) στην αύξηση της νοσηρότητας και της θνησιμότητάς τους και τις περιθωριοποιούν εμποδίζοντας την ομαλή κυκλοφορία τους ή ακόμη και την πρόσβαση στον αστικό χώρο (πχ οι «ΙΧδες» εμποδίζουν τους κινούμενους με τα μέσα μαζικής μεταφοράς αλλά και τους πεζούς[48]). Τους αφαιρούν τροφικούς πόρους (εμμέσως) εκτρέποντας τεράστιες ποσότητες δημητριακών πχ προς τα εκτρεφόμενα χοιρινά της Ευρώπης και των ΗΠΑ και μη επιτρέποντας (στα δημητριακά) να καταλήξουν ως ψωμί που θα χόρταινε τα φτωχότερα στρώματα[49]. Η θλιβερή αύξηση των Viagra και των Botox προς χάριν της παγκόσμιας μεσαίας τάξης αλλά όχι των φαρμάκων για τη θανατηφόρα για τα παιδιά του Τρίτου Κόσμου ελονοσία, φυματίωση[50]και διάρροια δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση 

Η κουλτούρα της «τεμπελιάς»

 Όπως φάνηκε από τα προηγούμενα, δεν υπάρχει τρόπος να συζητήσουμε για την αποανάπτυξη χωρίς να αναφερθούμε στο θεσμό της εργασίας και να αμφισβητήσουμε τα «φυσιολογικά και αυτονόητα» σημερινά της χαρακτηριστικά που καθόλου δεν ήταν ίδια στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Ο Clastres (1992: 202-205) επεξεργαζόμενος ανθρωπολογικά δεδομένα καταλήγει στο συμπέρασμα πως για κάποιες φυλές Ινδιάνων της Λατινικής Αμερικής ο εργάσιμος χρόνος ήταν 3-5 ώρες την ημέρα[51] ενώ κατά τη διάρκεια της υπόλοιπης μέρας ασχολούνταν με την περιποίηση του εαυτού τους, με γιορτές, με τον πόλεμο ή απλά μην κάνοντας τίποτα[52], πράγμα που συνιστούσε σκάνδαλο για τους νεοαφιχθέντες Ευρωπαίους. Οι οικονομίες αυτές της επιβίωσης δεν ήταν αποτέλεσμα ανικανότητας των ιθαγενών να συσσωρεύσουν πλούτο αλλά συνειδητή επιλογή τους να αρνηθούν να εργάζονται πέραν των αναγκών τους. Ο Τόμσον (χ.χ: 30) επισημαίνει πως «κάθε φορά που οι άνθρωποι ήταν κύριοι της δραστηριότητάς τους, οργάνωναν το χρόνο τους σαν εναλλαγή σκληρής δουλειάς και απραξίας» ενώ παραθέτει μια πλούσια ποικιλία πηγών που αποκαλύπτουν τις εκτεταμένες απουσίες των εργατών κατά τη Δευτέρα, τον ακανόνιστο ρυθμό εργασίας τους-πριν τους στριμώξουν στις μανιφακτούρες και τα εργοστάσια- τον κρίσιμο ρόλο της αλλαγής της αντίληψης του χρόνου και τις αντιστάσεις στην εισαγωγή ρολογιών που (μαζί με τα σχολεία) σκόπευαν την «οικονομία του χρόνου» και τη συντριβή της λαϊκής κουλτούρας της χαλαρότητας και της απραξίας που επικρατούσε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα στην Αγγλία. 

 Στόχος αυτών που προπαγάνδιζαν το νέο ήθος, ήταν η φιλοπονία και η τακτοποιημένη-προγραμματισμένη ζωή. Ο προτεσταντισμός συνεργεί στην ανάπτυξη του καπιταλισμού της εποχής με την τεράστια έμφαση που δίνει στην «εγκόσμια δραστηριότητα» ως αντίδοτο στο δόγμα του προορισμού[53] που επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των πιστών. Η εγκόσμια δραστηριότητα που μεταφράζεται και αποβλέπει βεβαίως στην επαγγελματική επιτυχία υποτίθεται ότι θα παρείχε στους ευσεβείς την ικανή εκείνη αυτοπεποίθηση που θα τους λύτρωνε από το φόβο της καταδίκης στη μετά θάνατον ζωή[54] και ίσως να ήταν το σημάδι πως ανήκει στους εκλεκτούς του Θεού (Weber, χχ: 89)[55]. Μια σειρά άλλων μελετητών (Λαφάργκ, 1981, Russell, 1932[56], Βανεγκέμ, 1997, Μάλεβιτς, 1997) αφού αναδεικνύουν το παράλογο του υπερδιογκωμένου, σε σχέση με το επίπεδο της τεχνολογίας που διαθέτουμε σήμερα, εργασιακού χρόνου, που μάλιστα τον θεωρούν και εν μέρει αίτιο των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής[57], φτάνουν να ορίσουν την τεμπελιά ως την απολύτως αναγκαία εκείνη κατάσταση χαλάρωσης και αναστοχασμού της ύπαρξής μας. Αυτός ο γόνιμος και δημιουργικός χρόνος που μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να γίνουμε καλοί πολίτες, επομένως, δεν έχει σχέση με την παρακμιακή και αντικοινωνική αποκτήνωση που συνήθως αποδίδεται στην τεμπελιά. Τέτοιου είδους αναδιαπραγματεύσεις των νοημάτων κεντρικών θεσμών της σημερινής κοινωνικο-πολιτικής συγκυρίας βάζουν σε δοκιμασία όχι μόνο τις κυρίαρχες σημασιοδοτήσεις του καπιταλιστικού φαντασιακού αλλά και του μαρξιστικού ανάλογου[58].

Επίλογος 1: ανάπτυξη και ευτυχία

Η ερώτηση-κλειδί που φανερώνει όλο το κρυμμένο καταστροφικό δυναμικό του τρέχοντος αναπτυξιακού μοντέλου είναι το «πόση ανάπτυξη παραπάνω θα σας κάνει ευτυχισμένους/ες;» ερώτηση στην οποία οι άνθρωποι αδυνατούν να δώσουν απάντηση. Το γεγονός αυτό κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει πως δεν θα ήταν ποτέ ικανοποιημένοι/ες, κατά συνεπαγωγή βρισκόμαστε σε μια ατέρμονη διαδικασία πράγμα εξαιρετικά παράλογο, ανησυχητικό και «υβριστικό» με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης δηλαδή ασεβής παράβαση ορίων που επισύρει και τιμωρία. Αυτή η αέναη διαδικασία, με μαθηματική ακρίβεια θα χειροτερεύσει την οικολογική κρίση του πλανήτη, καθιστώντας έτι περαιτέρω προβληματική τη θέση ανθρώπινων και μη ανθρώπινων όντων.

 Παρόλα αυτά, ερευνητικά δεδομένα των τελευταίων δεκαετιών για τη σχέση ανάπτυξης και ευτυχίας στις «αναπτυγμένες» χώρες του πλανήτη, οφείλουν να μας κάνουν να αντιμετωπίζουμε κριτικά το υπονοούμενο «φυσικό και αυτονόητο» δεδομένο πως περισσότερος πλούτος φέρνει απαρεγκλίτως μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Ο Easterlin (1974) βρίσκει πως σε διεθνές επίπεδο η παραπάνω συσχέτιση δεν είναι θετική[59] ενώ από ανάλογα δεδομένα της προηγούμενης δεκαετίας συνάγονται τα εξής συμπεράσματα: σε χώρες με κατά κεφαλήν εισόδημα άνω των 15000 δολαρίων (Ελλάδα : 29000 δολάρια ή 22000 ευρώ) αυξήσεις του εισοδήματος δεν σημαίνουν και αυξημένη ικανοποίηση από τη ζωή (Inglehart και Klingemann, 2000). Στις ΗΠΑ παρά τον τριπλασιασμό του κατά κεφαλήν εισοδήματος ανάμεσα στο 1950 και το 2000 το ποσοστό των «ευτυχισμένων» ανθρώπων μάλλον υποχώρησε από τα μέσα της δεκαετίας του 70, στο Ηνωμένο Βασίλειο μειώθηκε από 52% στο 36% κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, στην Ιαπωνία υπήρξε μια μικρή μόνο άνοδος ενώ στον Καναδά οι άνθρωποι θεωρούσαν πως ήταν λιγότερο ευτυχισμένοι από τους γονείς τους όταν εκείνοι ήταν στην ίδια ηλικία. Οι ρυθμοί κατάθλιψης διπλασιάζονται κάθε δέκα χρόνια και η αυτοκτονία είναι η τρίτη συνηθέστερη αιτία θανάτου ανάμεσα στους ενήλικους νέους στις ΗΠΑ. Πορίσματα από έρευνες ψυχολόγων δείχνουν πως οι άνθρωποι με «υλιστικές» νοοτροπίες (αυτοί που μετράνε την αξία με χρήμα και υλικά αγαθά) αισθάνονται λιγότερο ευτυχισμένοι όντας παγιδευμένοι στη σισύφεια προσπάθεια της όλο και περισσότερης κατανάλωσης. Τέλος κάποιοι κοινωνιοψυχολόγοι βρίσκουν πως η βασική ανάγκη που νοιώθουν οι άνθρωποι για συμμετοχή σε ευρύτερες ομάδες (είτε οικογένεια είτε κοινότητα) μένει ανικανοποίητη δεδομένης της απαξίωσης τους που συνοδεύεται από μείωση της εμπιστοσύνης προς τον συνάνθρωπο και τη συνεπαγόμενη βεβαίως συρρίκνωση των συλλογικών δραστηριοτήτων (Jackson, 2008b: 95-97, Λατούς, 2008: 102-103).

Επίλογος 2: ανάπτυξη και θάνατος

 Ένα ψυχολογικό δεδομένο παλιό όσο τουλάχιστον και ο Επίκουρος είναι ότι η ανησυχία για το θάνατο πολλές φορές δεν είναι συνειδητή αλλά εμφανίζεται μεταμφιεσμένη ως θρησκευτικός φανατισμός ή ακόρεστη επιδίωξη συσσώρευσης πλούτου και εξουσίας. Πιθανότατα συνιστούν αντίδοτα, παρηγοριές και αντισταθμίσματα του πανικόβλητου εαυτού που προσπαθεί να αντιμετωπίσει το υπαρξιακό άγχος, μέσα από συμπεριφορές που του προσφέρουν μια απατηλή αίσθηση νίκης επί του θανάτου. Η ιδέα της Προόδου που συνοδεύει τη δυτική σκέψη τους τελευταίους αιώνες και εξειδικεύεται στην ιδέα της αέναης ανάπτυξης πιθανόν είναι αυτή που προσφέρει το αναγκαίο κοινωνιοψυχολογικό υπόβαθρο ώστε η ολοκληρωτική ανάλωση στη συγκέντρωση πλούτου (Yalom, 2008: 70 και 88) να γίνει η αντιπροσωπευτική συμπεριφορά των «μονοδιάστατων» ατόμων που θέλουν να κατέχουν, καθιστώντας την οικονομική διάσταση κυρίαρχη και κομβική και εφοδιάζοντας εμάς, τους υπηκόους της βαρβαρικής συσσώρευσης υλικών αγαθών με πρωτοφανείς ρυθμούς στην ιστορία και επίσης πρωτοφανείς επιπτώσεις για τον πλανήτη, με μια επίπλαστη (και εξαιρετικά εύθραυστη) αίσθηση αθανασίας.

Συμπεράσματα

 Είναι προφανές πως δεν είμαστε πια καθόλου «μικροί» για τον πλανήτη επομένως και οι ηθικές μας υποχρεώσεις απέναντί του είναι αυξημένες. Η απελευθέρωση του Ανθρώπου από τους εξωτερικούς περιορισμούς με σκοπό τον όλο και αυξανόμενο έλεγχο και κυριαρχία επί της φύσης (δείτε εδώ τη συνεπαγόμενη υποτίμηση των εξωτερικών-οικολογικών ορίων), πιθανότατα δεν μπορεί πια να συνιστά «ηθική» επιδίωξη. Ο ηρωικός, προμηθεϊκού τύπου αγώνας ενάντια στο φυσικό κόσμο (το βασίλειο της αναγκαιότητας σύμφωνα με το Μαρξ-Οικοθεωρητικός, 2005) που συντηρούσε το όραμα ενός κόσμου όπου ο αυξανόμενος πλούτος θα ήταν φάρμακο «δια πάσα νόσο και πάσα μαλακεία» ούτε απέδωσε τα αναμενόμενα ούτε και θα μπορέσει στο μέλλον χωρίς να καταρρεύσει η Βιόσφαιρα. Αντίθετα μάλιστα, η παρούσα παγκόσμια οικονομική κρίση δείχνει ότι ζούμε σε ένα «παράλογο» καθεστώς όπου παρά τον πρωτοφανή πλούτο (ή μήπως λόγω του πλούτου αυτού;) οι μισθοί μένουν στάσιμοι[60] η ανεργία και η φτώχεια αυξάνουν[61], οι συγκρούσεις δεν σταμάτησαν[62] και η ευτυχία δεν αυξάνεται όπως θα περιμέναμε. Είμαστε παγιδευμένοι/ες σε μια κοινωνική συνθήκη ασφυκτικά οργανωμένη γύρω από το οικονομικό την οποία οφείλουμε να ξαναμελετήσουμε για να δούμε που κάναμε λάθος συντρίβοντας τον κοινωνικό ιστό και καταρρακώνοντας τα φυσικά οικοσυστήματα. Πιθανώς με άξονα την αποανάπτυξη μπορούμε να αναδιοργανώσουμε το φαντασιακό μας σύμπαν επεξεργαζόμενοι/ες ηθικές αξίες αφενός συμβατές με την ευημερία της Βιόσφαιρας, αφετέρου και κάτω από το φως των νέων δεδομένων για την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο (τεμπελιά), για την ευτυχία και το θάνατο, σύμφωνες με μια ανθρώπινη φύση που επιμένει να ξαναθέτει μαζί με τον Καστοριάδη το θεμελιακό και αιώνιο ερώτημα: τι είναι η ανθρώπινη ζωή; Ζούμε για ποιο λόγο;


Βιβλιογραφία

Aries, Paul (2010) Decroissance et Gratuite: moins de biens, plus de liens, Golias, Villeurbanne

Βανεγκέμ, Ραούλ (1997) Εγκώμιο της Εκλεπτυσμένης Τεμπελιάς, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα

Βιριλιό, Πωλ (1997) Καθαρός Πόλεμος, μια Συζήτηση με τον Sylvere Lotringer, Νησίδες, Σκόπελος

Bosquet, Michel (Andre Gorg) (1984) Οικολογία και Πολιτική, Νέα Σύνορα-Α.Α.Λιβάνης, Αθήνα

Γεωργόπουλος, Αλέξανδρος (2002) Περιβαλλοντική Ηθική, Gutenberg, Αθήνα

Γιόκαρης, Βασίλης (χ.χ) Οι Πράσινοι-Εναλλακτικοί στη Δυτική Γερμανία, Κίνηση-Κομμούνα, Αθήνα008) Le Choc de la Decroissance, Seuil, Paris

Cheynet, Vincent (2008) Le Choc de la Decroissance, Seuil, Paris

Clastres, Pierre (1992) Η Κοινωνία Ενάντια στο Κράτος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα

Cochet, Yves (2007) Tout ce qui croit, decroitra, Entropia, 3, σελ. 45-53

Cohn-Bendit, Daniel (2010) Τι Να Κάνουμε; Κέδρος, Αθήνα

Daly, Herman, E (2008) Τα Οικονομικά σε ένα Πλήρη Κόσμο, στο Με τα Μάτια στο Μέλλον, Scientific American-Ελληνική Έκδοση, Κάτοπτρο, Αθήνα

Εasterlin, Richard A. (1974) “Does Economic Growth Improve the Human Lot?” στο Paul A. David and Melvin W. Reder, eds., Nations and Households in Economic Growth: Essays in Honor of Moses Abramovitz, Academic Press, Inc., New York

Ekins, P (1993) “Limits to Growth” and “Sustainable Development”: Grappling With Ecological Realities,Ecological Economics, 8, σελ. 269-288

Ζολώτας, Ξενοφών, Ε (1982) Οικονομική Μεγέθυνση και Φθίνουσα Κοινωνική Ευημερία, Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα

Georgescu-Roegen, Nicolas (1971) The Entropy Law and the Economic Process, Cambridge/Mass andLondon) 

Gossart, Cedric (2010) Η Πράσινη Τεχνολογία Φέρνει Αύξηση της Κατανάλωσης, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία-LE MONDE diplomatique, 22 Αυγούστου, σελ 23

Inglehart, Ronald, Klingemann, Hans-Dieter (2000) Genes, Culture, Democracy and Happiness, στο Ed. Diener, Eunkook Suh (eds.) Culture and Subjective Well-being, MIT Press, Cambridge, Mass.

Inglehart, (1977) The Silent Revolution: Changing Values and Political Styles Among Western Publics, Princeton University Press

Jackson, Tim (2008) Why Politicians Dare Not Limit Economic Growth, New Scientist, no 2678, October

Jackson, Tim (2008b) Lifestyles για την Αειφορία, στο Η Κατάσταση του Κόσμου: Καινοτομίες για μια Πράσινη Οικονομία, ΔΗΩ και Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη, Αθήνα

Καλλής, Γιώργος (2009) Ημερίδα για την Οικονομία, Οικολόγοι Πράσινοι, Θεσσαλονίκη

Κιρκινέ, Ευαγγελία (1997) Ken Saro-Wiwa: Πεθαίνοντας για το Πετρέλαιο, Αρνούμαι, τ. 11, σελ. 49-52

Κολέμπας, Γιώργος (2009) Τοπικοποίηση, Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη

Λατούς, Σερζ (2008) Το Στοίχημα της Αποανάπτυξης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη

Λαφάργκ, Πωλ (1981) Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα

Lipietz A (2000) From Marx to Ecology and Return? A Brief Reply, Capitalism, Nature, Socialism, June, vol. 11, no. 2 (issue 42), σελ.102-110

Lovins, Amory, B (2008) Περισσότερα Κέρδη με Λιγότερο Άνθρακα, στο Με τα Μάτια στο Μέλλον, Scientific American-Ελληνική Έκδοση, Κάτοπτρο, Αθήνα

Μάλεβιτς, Καζιμίρ (1997) Η Τεμπελιά, Πραγματική Αλήθεια του Ανθρώπου, Νησίδες, Θεσσαλονίκη

Meadows, Donella, H., Meadows, Dennis, L., Randers, Jorgen, Behrens, Willialm, W (1972) The Limits to Growth, Universe Books, New York

Mol, Arthur P. J., Sonnenfeld, David A. (2000) Environmental Politics 9(1), σελ. 3-16

Μοδινός, Μ (1988) Από την Εδέμ στο Καθαρτήριο. Η Γεωγραφία της Υπανάπτυξης, Εξάντας, Αθήνα

Μοδινός, Μ (1996) Η Αρχαιολογία της Ανάπτυξης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο

Mongeau, Serge (2007) Decroissance et santé, στο Serge Mongeau (ed.) Objecteurs de Croissance, Ecosociete, Montreal, Quebec

Μποτετζάγιας, Ιωσήφ, Καραμίχας, Γιάννης (2008) Περιβαλλοντική Κοινωνιολογία, Κριτική, Αθήνα

Οικοθεωρητικός, (2005) Παραγωγισμός, Προμηθεϊσμός, Βιομηχανισμός και η Αξία της Φύσης στον Μάρξ,Εν Οίκω, τ. 62, Σεπτέμβριος, σελ. 13-14

Πάντζου, Χριστίνα (2010) Η Δικτατορία του Βραχυπρόθεσμου, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 16 Μαίου, σελ. 38

Παπαδόπουλος, Αλέκος (2009) Αδημοσίευτη Εργασία

Παπακωνσταντίνου, Πέτρος (2010) Το Μελαγχολικό Φθινόπωρο της Εργασίας, Καθημερινή, 12 Σεπτεμβρίου, σελ. 23

Παππάς, Τάσος (2010) Η Τραγωδία Ενός «Θαύματος», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22 Αυγούστου, σελ. 17

Peet, J. (2006). Sustainable Development Indicators and Human Needs. Sustainable Development Indicators in Ecological Economics: current issues, Edward Elgar Publishing.

Rosenbloom, Stephanie (2010) Ουκ εν τω Πολλώ το Ευ, New York Times-Ελευθεροτυπία, 14-15 Αυγούστου, σελ. 1

Sachs, W (1993) Global Ecology and the Shadow of “Development”, στο Global Ecology, Zed Books, London.

Τόμσον, Ε. Π (χ.χ) Χρόνος, Εργασία και Βιομηχανικός Καπιταλισμός, Κατσάνος, Θεσσαλονίκη

Τρούμπης, Ανδρέας (2005) Η Θολή Προοπτική της Θεωρητικής Ενοποίησης του Περιβαλλοντικού Προβλήματος: η Συνεισφορά των Επιστημών της Φύσης, στο Περιβάλλον και Κοινωνία, Gutenberg, Αθήνα

Φρομ, Έριχ (1978) Να Έχεις ή Να Είσαι; Μπουκουμάνης, Αθήνα

Φώσκολος, Αντώνιος (2008) Τα Παγκόσμια Ενεργειακά Αποθέματα των μη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Υδρογονάνθρακες, Ουράνιο). Ζήτηση και Παραγωγή, Επιπτώσεις από την Αναμενόμενη Έλλειψή τους, Ομιλία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 9 Απριλίου

νεται της .αλλά αυτό τταυτό το alm, W (1972) The Limits to Growth,

United Nations Development Programme, UNDP (1991 και 1994) Human Development Report, Oxford University Press, Oxford.

Wines, Michael (2010) Εκατομμύρια Κάμερες Πάνω στην Κίνα, New York Times-Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 14-15 Αυγούστου, σελ. 4







[1] Επειδή όταν συζητάμε για ανάπτυξη συνήθως αναφερόμαστε στην οικονομική της διάσταση, θα μεταχειρίζομαι και τον όρο «μεγέθυνση» ως ισοδύναμό της.

[2] Νεότερα δεδομένα: το μέγιστο της ανακάλυψης νέων αποθεμάτων πετρελαίου ξεπεράστηκε στα χρόνια του 60 ενώ από το 1981 παγκοσμίως αρχίζει να χρησιμοποιείται περισσότερο πετρέλαιο από όσο ανακάλυπτεται. Το μέγιστο της παγκόσμιας παραγωγής (peak production) για το πετρέλαιο φαίνεται να είναι επικείμενο http://www.peakoil.net/about-peak-oil (15-9-2010), αν και άλλοι ερευνητές ισχυρίζονται πως το ξεπεράσαμε από το 2005 (Φώσκολος, 2008) ή γύρω στο 2009 (Cochet, 2007: 47), γεγονός που σημαίνει πως το 50% του αποθέματος της ενεργειακής αυτής πρώτης ύλης έχει καταναλωθεί. Το μέγιστο της παραγωγής συνοδεύεται από κατακόρυφη αύξηση των τιμών (δες πχ την τιμή ρεκόρ του πετρελαίου το 2008 και το ότι μια λίμπρα (livre) ουρανίου-πριν καν περάσει το μέγιστο της παραγωγής του- κόστιζε 7 δολάρια το 2001, 60 δολάρια το 2006 και 100 το 2007-Cochet, 2007: 52) και επειδή η παραγωγή των άλλων ενεργειακών πόρων θα περάσει από το μέγιστο το 2012-2021 (φυσικό αέριο), το 2021-2025 (λιθάνθρακας) και 2035 (ουράνιο) αναμένεται ενεργειακή κρίση (Φώσκολος, 2008). Είμαστε έτοιμοι/ες να την αντιμετωπίσουμε;να: δεδομα δεδομα σύννεφο, σε΄

[3] O κανόνας της εντροπίας που διέπει τις οικονομικές δραστηριότητες στηρίζεται στο ότι η Γη είναι ένα ανοιχτό θερμοδυναμικό σύστημα που δέχεται ενέργεια μόνο από τον ήλιο. Επομένως στο εσωτερικό του ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όρια που του θέτουν οι πόροι (και η μέσα σε αυτούς αποθηκευμένη ηλιακή ενέργεια) που έχει στη διάθεσή του.

[4] http://www.stwr.org/globalization/why-politicians-dare-not-limit-economic-growth.html

[5] http://hdr.undp.org/en/media/hdr_1992_en_overview.pdf (13-9-2010)

[6] http://hdr.undp.org/en/media/hdr_1999_en_overview.pdf , σελ. 2 (13-9-2010)

[7] Ο Henry Wallich, διοικητής τής αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας την περίοδο 1974-1986, είχε δηλώσει: «Η οικονοµική µεγέθυνση είναι ένα υποκατάστατο της εισοδηµατικής ισότητας. Όσο υπάρχει µεγέθυνση, υπάρχει ελπίδα, και η ελπίδα κάνει υποφερτές τις µεγάλες εισοδηµατικές ανισότητες. (…) Η µεγέθυνση είναι ένα πολιτικό υπνωτικό.

[8] Για παράδειγμα στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ 1900 και 2000 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 298% ( http://www.parliament.uk/documents/commons/lib/research/rp99/rp99-111.pdf, σελ. 23-16-9-2010) ενώ το ελληνικό ΑΕΠ εικοσαπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1830 και το 1939 (Κωστελένος, Γ, Βασιλείου, Δ, Κουνάρη, Ε, Πετμεζάς, Σ, Σφακιανάκης, Μ http://www.kepe.gr/pdf/Joint/abs_joint1.pdf (16-9-2010). Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα στη Γαλλία η εργάσιμη ώρα ήταν 12 ώρες, ενώ στην Αγγλία ήταν 10 ώρες την ημέρα (Λαφάργκ, 1981: 31-32)

[9] Η ταχύτητα υπονομεύει την ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης, δυσχεραίνοντας τη διαδικασία της σκέψης και του προβληματισμού. Ντοπάρει. Λειτουργεί σαν αντίδοτο στις αμφιβολίες και τα προβλήματα. (…) η πολιτική γίνεται η «ταχεία διαχείριση του άμεσου» (…) στα κοινοβούλια οι βουλευτές «ξεπετούν» μέσα σε μια μέρα νόμους, χωρίς έρευνα σε βάθος και προβληματισμό αναφορικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειές τους (…) η έλλειψη στοχασμού και μακροπρόθεσμης προοπτικής και η επικέντρωση στην αποτελεσματικότητα οξύνει την κρίση της δημοκρατίας (Ζαν Λουί Σερβάν Σρεμπέρ, αναφέρεται από Πάντζου, 2010)

[10] Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η Δανία έχει το μικρότερο χρέος (42% ως ποσοστό του ΑΕΠ), ακολουθεί η Ισπανία με 53% ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για Ιρλανδία, Γερμανία, Ουγγαρία, Βρετανία, Πορτογαλία, Γαλλία κυμαίνονται ανάμεσα στο 60 και 80% και της Ελλάδας και Ιταλίας έχουν σκαρφαλώσει στο 115%http://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&ct=1&artid=4579188 (12-6-2010)

[11] Δες εδώ και την ηθική διάσταση του θέματος: η παραπάνω κατανάλωση που καλούμαστε να πραγματοποιήσουμε παραπάνω από την αγοραστική μας δύναμη πραγματοποιείται από μας μόνο και μόνο διότι άλλοι άνθρωποι που θα ήθελαν δεν έχουν το απαιτούμενο τρέχον εισόδημα και επί πλέονθεωρείται ότι δεν διαθέτουν ούτε τις προοπτικές να το αποκτήσουν μελλοντικά (Παπαδόπουλος, 2009)

[12] Οι οφειλές των καταναλωτών στις ΗΠΑ από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 1995 εκτινάχθηκαν στα 2,5 τρισεκατομμύρια το 2007 (Jackson, 2008b: 104)

[13] http://www.oecd.org/dataoecd/20/40/37551205.pdf (31-8-2010). Δες επίσης σχετικά με το ζήτημα αυτό την παρουσίαση της θεωρίας του οικολογικού εκσυγχρονισμού στο Μποτετζάγιας και Καραμίχας, 2008: 187-224

[14] Ας θεωρήσουμε ως «χελώνα» την αύξηση του πληθυσμού και των καταναλωτικών αγαθών και ως «λαγό» την τεχνολογική αποτελεσματικότητα. Ας υποθέσουμε επίσης ότι σύμφωνα με εκτιμήσεις (που ίσως δεν είναι όσο ακριβείς θα επιθυμούσαμε αλλά βολικές προς στιγμήν) ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται κατά 50% μέχρι το 2050 για να φτάσει τα 9-10 δισεκατομμύρια και τα καταναλωτικά αγαθά τετραπλασιάζονται για να αντιμετωπιστεί η φτώχεια του Τρίτου Κόσμου. Για να προκύψει ένας υποδιπλασιασμός των συνολικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων σύμφωνα με την εξίσωση

[πληθυσμός (1,5)*κατανάλωση (4)*τεχνολογία(Χ)= περιβαλλοντικές επιπτώσεις(0,5)] του οικονομολόγου Ekins (1993) η παράμετρος Χ δηλαδή η «τεχνολογία» θα πρέπει να ισούται με 1/12. Με άλλα λόγια θα πρέπει να γίνει 12 φορές πιο καθαρή τα επόμενα 50 χρόνια! Αν θέλουμε ίδια περιβαλλοντική κατάσταση όπως η σημερινή, η τεχνολογία πρέπει να καταφέρει να γίνει 6 φορές καθαρότερη. Δύσκολο καθήκον…(Το παράδειγμα αναφέρεται από τον Τρούμπη (2005:102) υποθέτοντας την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού στα 12-13 δισεκατομμύρια που τη θεωρώ υπερβολική)

[15] Δείτε το παράδειγμα με δύο ανθρώπους που αποφασίζουν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους «υπηρεσίες»: ο ένας μαθαίνει στον άλλο/η πιάνο (μια ώρα το μήνα) και ο δεύτερος/η μαθαίνει στον πρώτο ιταλικά (μια ώρα το μήνα). Αποφασίζουν να μεγεθύνουν το ποσό της υπηρεσίας αυτής. Προφανώς η μόνη παράμετρος η οποία μπορεί να μεγεθυνθεί είναι ο χρόνος. Η μια ώρα το μήνα γίνεται μια ώρα την εβδομάδα, μετά μια ώρα κάθε μέρα, αργότερα δυο φορές τη μέρα. Επειδή δεν μπορούν να μεγεθύνουν περισσότερο την ανταλλασσόμενη «υπηρεσία» αυτή, θα πρέπει να αρχίσουν να συμπυκνώνουν την ύλη του κάθε μαθήματος πράγμα που ξανά είναι μια προσπάθεια «πύκνωσης» του χρόνου το ίδιο παράλογη όσο η «πύκνωση» των προϊόντων που εκπροσωπείται από την κλασσική οικονομική μεγέθυνση (Cheynet, 2008: 30)

[16] Ο όρος «θυσιάζεται» χρησιμοποιείται για να δείξει πως τα πιθανά οφέλη από τα κατασκευαζόμενα αντικείμενα έχουν λιγότερη αξία από τις αβαρίες που θα υποστεί η κοινωνία σε επίπεδο ευημερίας (υγείας, ασφάλειας, δικαιωμάτων των επόμενων γενεών κλπ). Αυτό το στάδιο της εξέλιξης της οικονομίας είναι αυτό που περιγράφεται ως αντιοικονομική μεγέθυνση από τον Daly (2008: 144-145). Δες επίσης για το ίδιο θέμα και Ζολώτας (1982)

[17] http://www.eyploia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=63:fantastikos-planitis&catid=44&Itemid=71 (14-6-2010)

[18] Περίπου 1.4 δισεκατομμύρια άτομα ξοδεύουν 1.25 δολάρια (2009) ενώ το 2004 τα άτομα που διέθεταν 1 δολάριο τη μέρα ήταν 984 εκατομμύρια http://www.globalissues.org/article/4/poverty-around-the-world#WorldBanksPovertyEstimatesRevised (14-6-2010)

[19] Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Γερμανίας (SPD) ζήτησε πρόσφατα τη θεσμοποίηση του γενικευμένου ελάχιστου μισθού http://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=17&artid=198599&dt=06/10/2007 (13-9-2010)

[20] Το 20% πλουσιότερο ποσοστό μπορεί να αγοράσει και να καταναλώσει το 58 % της συνολικής ενέργειας, ενώ το 20% φτωχότερο δεν μπορεί να αγοράσει παρά μόνο το 4%.

[21] Στην Ελλάδα οι αντίστοιχοι αριθμοί είναι αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ που εισέπρατταν τα λεγόμενα golden boys ή golden girls αντίστοιχα που μάλιστα «υπηρετούσαν» ως ανώτερα στελέχη σε δημόσιους οργανισμούς (Εθνική Τράπεζα, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ, ΟΤΕ, Ελληνικά Πετρέλαια, ΕΡΤ κλπ) και που αποτελούσαν πρόκληση σε σχέση με τα 400 ευρώ των μικροσυνταξιούχων του ΙΚΑhttp://www.tanea.gr/default.asp?pid=2&artid=4542216&ct=3 (15-9-2010)

[22] Για να σπάσει ο φαύλος κύκλος «δουλεύω ολοένα περισσότερο για να πληρώνω όλα όσα δεν έχω πλέον χρόνο να κάνω µόνος µου»

[23] Θα πρέπει να τονιστεί πως σκοπός είναι ο ελεύθερος χρόνος που δεν κατασκευάζεται όμως από τη βιομηχανία της διασκέδασης οπότε καταλήγει το ίδιο αλλοτριωτικός όπως η μισθωτή εργασία, χρήσιμος μόνο για να αναπαράξει την εργατική δύναμη έτσι ώστε την επόμενη μέρα να μπορέσει ο εργαζόμενος να ξαναδουλέψει με μεγαλύτερη ένταση και πιο παραγωγικά.

[24] Ο Max-Neef πρότεινε εννέα βασικές ανθρώπινες ανάγκες που πρέπει να καλύπτονται για να ζει κάποιος ευτυχισμένος: διατροφή, προστασία, στοργή, κατανόηση, συμμετοχή, ψυχαγωγία, δημιουργία, ταυτότητα και ελευθερία. Από τις εννέα ανάγκες, μόνο η διατροφή και η προστασία καλύπτονται με υλικό τρόπο (αναφέρεται από τον Peet 2006: 415).

[25] Δες και το σκεπτικό των Νέων Ευρωπαίων Πράσινων για το ίδιο θέμαhttp://www.fyeg.org/wiki/index.php?n=SocEco.HomePage

[26] Όπως αναφέρει ο Φρομ «μέσα στον καταναλωτισμό υπάρχει η τάση για το καταβρόχθισμα ολόκληρου του κόσμου» (1978: 45)

[27] http://en.wikipedia.org/wiki/Slow_Food (11-6-2010)

[28] Δες πχ τον τίτλο κινηματογραφικού έργου της δεκαετίας του 70: «αν σήμερα είναι Δευτέρα αυτό πρέπει να είναι το Βέλγιο»

[29] http://en.wikipedia.org/wiki/Downshifting (13-6-2010)

[30] Σύμφωνα με ένα γκάλοπ του Νοεμβρίου του 2004, κατά τα προηγούμενα πέντε χρόνια, 48% των Αμερικανών «αποσυμπίεσαν» (downshifted) τις ζωές τους με ένα από τους επόμενους τρόπους: μείωσαν τις ώρες εργασίας, αρνήθηκαν ή δεν ζήτησαν προαγωγή, μείωσαν τις προσδοκίες αναφορικά με το τι περιμένουν από τη ζωή τους, μείωσαν τα καθήκοντα τα σχετικά με τη δουλειά τους ή μετακόμισαν σε μια κοινότητα όπου ο τρόπος ζωής ήταν λιγότερο έντονος http://www.investopedia.com/articles/pf/08/simple-life.asp (13-6-2010)

[31] Δες πχ άρθρο της Rosenbloom (2010) που δημοσιεύτηκε στους New York Times και αναδημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, με τον αποκαλυπτικό τίτλο: Ουκ εν τω πολλώ το ευ.

[32] http://www.ovolos.gr/ (10-6-2010)

[33] http://en.wikipedia.org/wiki/Local_Exchange_Trading_Systems (10-6-2010)

[34] http://en.wikipedia.org/wiki/BookCrossing (10-6-2010)

[35] Δες πχ Wines (2010)-άρθρο των New York Times στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία όπου αναφέρεται πως εκατομμύρια κάμερες παρακολουθούν τους Κινέζους πολίτες σε σχολεία, καταστήματα, λεωφορεία, ταξί, μουσεία, γκαλερί, με πρόσχημα την πάταξη της εγκληματικότητας αλλά στην ουσία την παρακολούθηση των αντιφρονούντων

[36] Παρά την αύξηση του ΑΕΠ με διψήφιους αριθμούς κατά τα τελευταία 15 χρόνια, μόλις το 25% του αστικού πληθυσμού και το 10% του αγροτικού έχει πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η Κίνα είναι 187η στον κόσμο ανάμεσα σε 190 χώρες, με κριτήριο την ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας ενώ το 90% των εργαζόμενων είναι ανασφάλιστοι (Λάσκος, «Αυγή», 2-11-2008, αναφέρεται από Παππάς, 2010)

[37] Στην Κίνα βρίσκονται οι 6 από τις 10 πιο μολυσμένες πόλεις του πλανήτη ενώ η οικονομία της για το ίδιο παραγωγικό αποτέλεσμα σπαταλάει 7 φορές περισσότερους πόρους από την Ιαπωνία, 6 από τις ΗΠΑ και 3 από την Ινδία ((Λάσκος, «Αυγή», 2-11-2008, αναφέρεται από Παππάς, 2010)

[38] Από το 2008 έχουν σημειωθεί 58 αυτοκτονίες υπαλλήλων της. Τον Απρίλιο η εισαγγελία στο Παρίσι ξεκίνησε δικαστική έρευνα για την υπόθεση μετά από μήνυση που κατέθεσε το συνδικάτο Sud PTT κατηγορώντας την France Telecom ότι σκοπίμως δημιουργεί ένα αφόρητο εργασιακό περιβάλλον, ώστε οι υπάλληλοί της να παραιτούνται κι η εταιρία να μειώνει το εργατικό της δυναμικό περιορίζοντας τις δαπάνες της http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_11/09/2010_354824 (15-9-2010)

[39] Πρόκειται για τη μεγαλύτερη βιομηχανία κατασκευής ηλεκτρονικών υλικών στον κόσμο που προμηθεύει με προϊόντα μεγάλες πολυεθνικές, ανάμεσά τους την Apple, τη Hewlett Packard και τη Sony. Σύμφωνα με πληροφορίες εφημερίδας που αργότερα μηνύθηκε από την εταιρεία, οι εργάτες της δουλεύουν 12 ώρες, επτά μέρες τη βδομάδα, καμιά φορά φτάνουν τις 80 ώρες υποχρεωτικές υπερωρίες το μήνα, ένοπλοι φρουροί φυλάνε τις εγκαταστάσεις της, απαγορεύεται κάθε συνομιλία μεταξύ εργαζομένων την ώρα της εργασίας και τιμωρούνται οι εργαζόμενοι (πχ με υποχρεωτική ορθοστασία) για μικρά παραπτώματα έναντι μισθού πείνας 145 ευρώ το μήνα, ενώ τελευταία ζητά από τους υπαλλήλους της να δεσμευτούν γραπτώς ότι δεν θα αυτοκτονήσουν (!) και αναγγέλλει αυξήσεις μισθών στα 240 ευρώhttp://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=2&artid=333839&dt=26/05/2010 (15-9-2010)

[40] Δες επίσης http://www.thirdworldtraveler.com/Boycotts/Flames_Shell.html (16-9-2010)

[41] Εν τέλει μάλλον πρέπει να παραδεχτούμε πως η ανάπτυξη έχει ανάγκη τις ανισότητες που τις θεωρεί ως κινητήρια δύναμη της ιστορίας, και απαντά σε αυτές με περισσότερη ανάπτυξη, δήθεν για να τις αντιμετωπίσει, αλλά στην ουσία τις αναπαράγει σε ένα άλλο επίπεδο με μεγαλύτερη ένταση. Στο σύγχρονο κόσμο, όλο και δυσκολότερα μπορεί κάποιος/α να επιβιώσει ως φτωχός/ή: χρειάζεται το ΙΧ για να μπορεί να δραπετεύσει από την κόλαση της μεγαλούπολης, δεν διανοείται να ζήσει χωρίς κινητό τηλέφωνο, ώστε να μπορεί πάντα κάποιος να τον βρει μέσα στην «φυσιολογική και αυτονόητη» ατμόσφαιρα της ταχύρρυθμης ανταπόκρισης στις γεωμετρικά αυξανόμενες υποχρεώσεις, ενώ το κλιματιστικό καταντά απαραίτητο λόγω της μείωσης του πράσινου και της συνεπαγόμενης αλλαγής του μικροκλίματος στην πόλη (Μοδινός, 1996).

[42] Δες και το παράδειγμα της υποθετικής παγκόσμιας δημοκρατίας όπου κατά πάσα πιθανότητα η κυβέρνηση θα ήταν μια σινο-ινδική συμμαχία, η οποία για να μπορέσει να επανεκλεγεί θα προσπαθούσε να αναδιανείμει τον παγκόσμιο πλούτο δικαιότερα, μεταφέροντάς τον από την πλούσια Δύση στην φτωχή Ανατολή (Aries, 2010: 38)

[43] Δες για παράδειγμα πως ενήλικοι μορφωμένοι που ηγούνται μάλιστα δημοσίων θεσμών μεγάλης σημασίας φτάνουν να δηλώσουν με περισσή παιδική ανευθυνότητα ότι «αυτό που μετράει για μένα είναι η ελευθερία (…) θέλω να μπορώ να αγοράσω τα πουκάμισά μου από το Χονγκ-Κόνγκ και τις κάλτσες μου από την Ινδία. Αυτό είναι που με ενδιαφέρει!» (Cheynet, 2008: 98). Δες επίσης σε σχέση με την πιεστική επιθυμία παιδικού τύπου για περισσότερη κατανάλωση, την αναφορά του Φρομ στον καταναλωτή που είναι «το αιώνιο βρέφος που κλαίει για το μπουκάλι του» (1978: 45).

[44] Η Αυστραλία δεσμεύτηκε να τους θέσει εκτός νόμου μέχρι το 2010 (Jackson, 2008b: 106)

[45] Στις σκανδιναβικές χώρες άρχισαν ήδη περιορισμοί και απαγορεύσεις των τηλεοπτικών διαφημίσεων που απευθύνονται σε παιδιά όπως επίσης και των διαφημίσεων που αναφέρονται σε «καθαρά», «πράσινα» ή «φιλικά προς το περιβάλλον» αυτοκίνητα ενώ στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας απαγορεύτηκαν οι διαφημίσεις στους εξωτερικούς χώρους (Jackson, 2008b: 107)

[46] Πχ ο Τσάβες απαγόρευσε τα γήπεδα γκόλφ (Aries, 2010: 134)

[47] Να σημειωθεί πως οι αποφάσεις που παίρνουμε ως πολίτες είναι πολύ σημαντικότερες από αυτές που παίρνουμε με τα πορτοφόλια μας. Δες μια συνηγορία της άποψης αυτής στοhttp://www.frugalfun.com/citizen-vs-consumer.html

[48] Πχ. στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από το 1988, περί τα 2000 αυτοκίνητα σταθμεύουν στα πεζοδρόμια της πανεπιστημιούπολης, εμποδίζοντας και ταλαιπωρώντας τους υπόλοιπους 30000 πεζούς φοιτητές/τριες και εργαζόμενους/ες.

[49] Η διαδικασία αυτή του «δημοκρατικού» σφετερισμού πόρων από τους οικονομικά ισχυρούς καταναλωτές φαίνεται να υποκινείται από την-παιδικού τύπου-διαφημιστική παρόρμηση παρά από την ορθολογική επεξεργασία των αναγκών. Εδώ, η αίσθηση επικρατεί της σκέψης, το εγώ επικρατεί επί του εμείς, το τώρα επικρατεί επί του αργότερα, ο εγωισμός επικρατεί επί του αλτρουισμού, η εκχώρηση δικαιωμάτων επικρατεί επί της υπευθυνότητας, ο ατομισμός επικρατεί επί της κοινότητας και το προσωπικό επικρατεί επί του δημόσιου. Η κοινωνία αυτή μοιάζει σαν να κυβερνιέται από 12χρονους.

http://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2007/04/06/AR2007040600049.html (16-9-2010)

[50] Επειδή η φυματίωση προσβάλει περισσότερο τους φτωχούς, οι φαρμακευτικές εταιρίες δε βρίσκουν συμφέρουσα την αγορά αυτή για την παρασκευή νέων φαρμάκων

http://www.msf.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1281&Itemid=237 (16-9-2010)

[51] Το ίδιο προτείνουν και οι Λαφάργκ (1981/1883) και Russell (1932)

[52] Αυτό το «τίποτα» μάλλον πρέπει να εννοηθεί ως «τίποτα παραγωγικό» με την έννοια που δίνουμε εμείς σήμερα. Η τεμπελιά έχει συκοφαντηθεί ως κατάσταση απάθειας, υπακοής, κενού, σκοταδισμού, νωθρότητας αλλά στην πραγματικότητα εκεί μέσα χωρούν πολλές ευαισθησίες. Δείτε το παρακάτω απόσπασμα: ένας διευθυντής χάνει τη δουλειά του και βρίσκει μια γωνιά στην εξοχή που τον υποδέχεται. Καλλιεργεί λίγες κληματαριές. Ένας λαχανόκηπος, μερικές κότες και η φιλία των γειτόνων αρκούν για τις ανάγκες του. Αρχίζει να ανακαλύπτει εντυπωσιακά πράγματα: τη δύση του ήλιου, το παιγνίδισμα του φωτός κάτω από τα δέντρα, τη μυρωδιά της θάλασσας, τη γεύση του ψωμιού που ζύμωσε κα έψησε, το τραγούδι των βατράχων, το συναρπαστικό σχήμα της ορχιδέας, τις ονειροπολήσεις της γης την ώρα της πρωινής και της εσπερινής δροσιάς. Η αποστροφή για μια ύπαρξη αναλωμένη μέσα στην άγνοια του εαυτού του, του πρόσφερε μια θέση στο σύμπαν. Το μόνο που απέμενε ήταν να μάθει πώς να την κατακτήσει» (Βανεγκέμ, 1997: 18), μαθαίνοντας ταυτόχρονα «να μην κάνει τίποτα, να επινοεί, να δημιουργεί, να ονειρεύεται, να φαντάζεται» (ό.π, 25), μέσα σε μια «ρεμβώδη ανεμελιά που αρκεί για να υφάνει τον ιστό κάποιων λεπτών σχέσεων. Αντιλαμβάνεται χίλιες παρουσίες στο χορτάρι, στα φύλλα, σε ένα σύννεφο, σε ένα άρωμα, σε ένα τοίχο, σε ένα έπιπλο, σε μια πέτρα» (ό.π, 37)

[53] Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί μόνος του, ο Θεός αποφάσισε ότι μερικοί μόνο μπορούν να σωθούν, τους έχει προεπιλεγμένους «εκ μόνης της χάριτος και της αγάπης Του» και όχι από τα έργα τους και κάποια στιγμή θα τους ανελκύσει από την κατάσταση της αμαρτίας και του θανάτου δωρίζοντάς τους την αιώνια ζωή (Weber, χχ: 79-80, παράθεση από τη Διακήρυξη του Γουέστμίνστερ που γράφτηκε το 1647)

[54] Την περίοδο γύρω στα 1700 στην Αγγλία άνθιζε μια παραφιλολογία ηθικών συμβουλών προς το γενικό πληθυσμό που προπαγάνδιζε την εργασία και την οικονομία του χρόνου, ανάγοντάς τα σε ηθικούς κανόνες και συνδέοντάς τα ακόμη και με τη μεταθανάτια ζωή. Από το Βενιαμίν Φραγκλίνο (ο χρόνος είναι χρήμα) μέχρι διάφορους λιγότερο γνωστούς ηθικολόγους της εποχής (δες Τόμσον, χχ: 51-55) προπαγάνδιζαν μια ανελέητα φειδωλή αντίληψη του χρόνου που «κυλάει αδυσώπητα» και δεν πρέπει να χαραμίζεται διότι πιθανόν να μας εξασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής μας αν αποδείξουμε πως τον εκμεταλλευτήκαμε αποτελεσματικά κατά τη διάρκεια της Εργάσιμης Μέρας μας.

[55] Ακόμη και η τότε εγκόσμια εκδοχή του αναδυόμενου παραγωγισμού που έθετε ως κεντρικό καθήκον του ατόμου να αυξάνει το κεφάλαιό του (εκφράζεται γλαφυρά από τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, αποσπάσματα του οποίου παραθέτει ο Weber, χχ: 37-39) γίνεται αυτοσκοπός που στη σημερινή συγκυρία αποπνέει ένα θεολογικό άρωμα: έτσι εξηγείται η αναφορά στη «λατρεία της παραγωγής» ή τη «θρησκεία της ανάπτυξης» στις οποίες αναφέρεται ο οικολογικός προβληματισμός κριτικάροντάς τες ως κάποιου τύπου «ιερές» διαδικασίες που εκφεύγουν της ορθολογικής κριτικής.

[56] http://www.zpub.com/notes/idle.html (16-9-2010)

[57] Ας υποθέσουμε -λέει ο Russell- πως ένας αριθμός εργατών εργάζεται οκτώ ώρες την ημέρα και κατασκευάζει καρφίτσες. Μετά από λίγο καιρό γίνεται μια εφεύρεση που επιτρέπει στους εργάτες αυτούς να κατασκευάζουν διπλάσιες καρφίτσες στον ίδιο χρόνο. Σε ένα λογικό κόσμο, η εργάσιμη μέρα των εργατών αυτών θα μειωνόταν στις 4 ώρες και όλα θα ήταν όπως πριν. Αλλά στον κόσμο που ζούμε οι άνθρωποι αυτοί θα δουλεύουν πάλι 8 ώρες, με συνέπεια κάποιοι από τους εργοδότες τους να χρεωκοπήσουν, οι μισοί εργάτες να απολυθούν και οι υπόλοιποι να υπερεργάζονται. Ο ελεύθερος χρόνος αντί να αποτελέσει πηγή ευτυχίας, προξενεί δυστυχία γύρω του. Υπάρχει μεγαλύτερη παραφροσύνη;http://www.zpub.com/notes/idle.html (16-9-2010)

[58] Σήμερα πια δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε πως «η εκμεταλλευτική και αλλοτριωτική ανάπτυξη των σχέσεων και των δυνάμεων της παραγωγής στον καπιταλισμό παραδόξως δημιουργεί το δυναμικό για πιο ικανοποιητικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπινων όντων και των φυσικών συνθηκών τους» αλλιώς επανεισάγουμε τον τυπικό τελεολογικό παραγωγισμό που συνιστά τον κοινό πυρήνα του Μαρξ και του Στάλιν (Lipietz, 2000).

[59] Δες τα σχετικά άρθρα και τη συζήτηση που επακολούθησε για το θέμα αυτό ανάμεσα στον Easterlin και τους ερευνητές που διαφωνούσαν με τα συμπεράσματά του στοhttp://en.wikipedia.org/wiki/Easterlin_paradox (7-9-2010)

[60] Ο υπουργός εργασίας του Κλίντον, Ρόμπερτ Ράϊχ, ισχυρίζεται πως ο μέσος μισθός του Αμερικανού εργάτη είναι μικρότερος από αυτόν του 1980! (Παπακωνσταντίνου, 2010). Επίσης δημόσια συζήτηση μέσα από εφημερίδες αποκάλυψε ότι οι μισθοί στη Γερμανία είναι καθηλωμένοι εδώ και 20 χρόνιαhttp://www.tovima.gr/default.asp?pid=46&ct=17&artid=198599&dt=06/10/2007 (13-9-2010)

[61] Για παράδειγμα οι 500 μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις είχαν κέρδη 391 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά το 2009 (κέρδη που ήταν τριπλάσια αυτών του 2008) ενώ την ίδια χρονική περίοδο απέλυσαν 821.000 εργαζόμενους (Παπακωνσταντίνου, 2010)

[62] Οι δύο πόλεμου του Κόλπου και ο πόλεμος στο Αφγανιστάν συμβαίνουν κατά τη διάρκεια έντονης αναπτυξιακής πορείας της παγκόσμιας οικονομίας και κοστίζουν ακριβά. Υπολογίζεται πως περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια κόστισε ο πόλεμος και η κατοχή του Ιράκ κατά τα τελευταία επτά χρόνια (Παπακωνσταντίνου, 2010)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU