Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Το μπούμερανγκ άρχισε να στρίβει για την γερμανική οικονομία

Και το έργο μόλις άρχισε... 
του Γιάννη Παπαδόπουλου (σημείωμα στο fb)
Στο άρθρο(*) μου της προηγούμενης εβδομάδας έθετα το ερώτημα «Με ποιο δικαίωμα δίνει μαθήματα μεταρρύθμισης η Γερμανία;» και παρέθετα, με αναλυτικά στοιχεία, τα πολλά και σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα από τα οποία υποφέρει το γερμανικό οικονομικό μοντέλο. Προτού περάσει μια εβδομάδα το άρθρο αυτό αποδείχτηκε προφητικό: την περασμένη Πέμπτη είδαν το φως της δημοσιότητας κάποια ιδιαίτερα ανησυχητικά οικονομικά στοιχεία για τη Γερμανία από τέσσερα οικονομικά ινστιτούτα της χώρας.
Μετά από τη σοβαρή προειδοποίηση της μείωσης του ΑΕΠ κατά 0,2% κατά το δεύτερο τρίμηνο, τα νέα δεδομένα μιλούν πλέον για μια μακροχρόνια στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας. Δύο δείκτες προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στους παράγοντες της αγοράς και τους πολιτικούς όλης της Ευρώπης: οι παραγγελίες της βιομηχανίας κατακρημνίστηκαν κατά 5,7% τον περασμένο Αύγουστο (η μεγαλύτερη συρρίκνωση των βιομηχανικών παραγγελιών από το απόγειο της κρίσης, τον Ιανουάριο του 2009) και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε κατά 4% τον ίδιο μήνα (και εδώ πρόκειται για τη μεγαλύτερη πτώση εδώ και πέντε χρόνια). Υποτίθεται ότι η Γερμανία λειτουργούσε ως η ατμομηχανή της ευρωπαϊκής οικονομίας. Όμως τώρα διαπιστώνουμε ότι το μεγάλο καμάρι της, η βιομηχανία και ιδιαίτερα τα ενδιάμεσα κεφαλαιουχικά αγαθά που προμηθεύει σε όλο τον κόσμο, δεν είναι πια ικανό να την βγάλει απ’ τη στασιμότητα. Αυτό φαίνεται από τα μεγέθη που αφορούν το δεύτερο καμάρι της χώρας, τις δυναμικές της εξαγωγές, οι οποίες και αυτές σημείωσαν τη μεγαλύτερή τους μείωση από τον Ιανουάριο του 2009.

Βασική αιτία αυτής της απότομης χειροτέρευσης των δεικτών είναι, ασφαλώς, το ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον: η γερμανική οικονομία υποφέρει, όπως ήταν αναμενόμενο, από την ουκρανική κρίση και το ρωσικό εμπάργκο, αλλά και από την αύξηση της αστάθειας στη Μέση Ανατολή. Ακόμα περισσότερο, όμως, φταίει η στασιμότητα στην Ευρώπη, ιδίως στους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Γερμανίας, ήτοι στη Γαλλία, την Ισπανία και την Ολλανδία. Πολλοί νόμιζαν ότι η «γερμανική ατμομηχανή» μπορεί να κινητοποιηθεί μόνο απ’ τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Έκαναν λάθος: ακόμα και εν μέσω κρίσης, το 40% των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνεται στην ευρωζώνη. Και ουδέποτε υπήρξε καλή εμπορική πολιτική να πυροβολείς τους πελάτες σου στα πόδια.

Διότι περί αυτού ακριβώς πρόκειται: το μπούμερανγκ της καθολικά περιοριστικής πολιτικής στο όνομα της «οικονομικής προσαρμογής», αφού παρέσυρε σε «lowflation» (χαμηλό πληθωρισμό ή και αποπληθωρισμό με στασιμότητα ή και με ύφεση) τους εταίρους της, τώρα έστριψε και αρχίζει να έρχεται καταπάνω στην ίδια τη γερμανική οικονομία. Τα άμεσα αποτελέσματα αυτών των κακών νέων ήταν η νευρικότητα και οι καθοδικές πιέσεις στις ευρωπαϊκές αγορές λόγω της ανησυχίας σχετικά με την πορεία της οικονομίας στην ευρωζώνη, αλλά και με τα εμπόδια που θέτει μέχρι τώρα η Γερμανία στις κινήσεις της ΕΚΤ για την αναζωογόνησή της. Επίσης, από καθαρή χρονική σύμπτωση, το ΔΝΤ δημοσίευσε οικονομικά στοιχεία σε τρεις εκθέσεις που ετοιμάζει κάθε χρόνο πριν από τη γενική του συνέλευση και που φέτος δίνουν πιθανότητα 40% για μια νέα – τριπλή – ύφεση (triple dip) στην Ευρώπη και 20 με 30% στην εμφάνιση γενικευμένου αποπληθωρισμού (που στην Ελλάδα είναι γεγονός εδώ και 19 συνεχόμενους μήνες).

Όμως αν το δούμε διαλεκτικά, εδώ ταιριάζει αυτό που έλεγε ο Πρόεδρος Μάο: «Πολύ μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση!». Γιατί; Απλούστατα διότι οι Γερμανοί έχουν αποδείξει, απ’ την αρχή της κρίσης, ότι η μόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν είναι η ωμή μερκαντιλιστική και η οικονομικά εθνικιστική. Οπότε, η πτώση των εξαγωγών, η μείωση των παραγγελιών της βιομηχανίας, η συρρίκνωση της παραγωγής και οι προβλέψεις για μακροχρόνια στασιμότητα είναι μεν βραχυπρόθεσμα κακά νέα για τη γερμανική και ευρωπαϊκή οικονομία, αλλά και δυνάμει εξαιρετικά νέα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον μπορούμε να αρχίσουμε να αναμένουμε αύξηση της πολιτικής πίεσης για αλλαγή μίγματος πολιτικής και εντέλει, εξελίξεις. Το κρας τεστ των επόμενων εβδομάδων θα είναι η πίεση που ασκείται προς τη Γαλλία για περαιτέρω περικοπή δημόσιων δαπανών και οι πηγές χρηματοδότησης του πανευρωπαϊκού αναπτυξιακού σχεδίου Γιούνκερ. Αλλά περί αυτών στο άρθρο μου της επόμενης εβδομάδας.

(*) Το άρθρο:

ΜΕ ΠΟΙΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΝΕΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ;
Τον τελευταίο καιρό παρατηρείται πλειάδα άρθρων και βιβλίων από γερμανούς ως επί το πλείστον οικονομολόγους που θέτουν εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητα του “γερμανικού οικονομικού θαύματος”
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, επ. καθηγητή ΠΑΜΑΚ

Ο Olaf Gersemann, διευθυντής των οικονομικών σελίδων της εφημερίδας “Die Welt”, γράφει σε άρθρο του: “Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή δύναμη έχει ήδη μπει σε τροχιά οικονομικής παρακμής”. Ο Marcel Fratzscher, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικής Έρευνας DIW, σε βιβλίο του με τίτλο “Η ψευδαίσθηση Γερμανία” (Die Deutschland-Illusion), που μόλις κυκλοφόρησε και έχει ήδη προκαλέσει μεγάλη συζήτηση, υποστηρίζει και αυτός το ίδιο. Τέλος ο γάλλος οικονομολόγος Philippe Legrain, πρώην οικονομικός σύμβουλος του προέδρου Barroso, γράφει ότι “η γερμανική οικονομία είναι δυσλειτουργική και το γερμανικό μοντέλο διαχέει αστάθεια, αποπληθωρισμό και κρίση αποεπένδυσης στην υπόλοιπη Ευρώπη”.
Με μία πρώτη ματιά αυτή η απαισιόδοξη εκτίμηση φαίνεται αδικαιολόγητη: Δεν είναι αλήθεια ότι η γερμανική κυβέρνηση κατάφερε να παρουσιάσει για πρώτη φορά από το 1969 έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και πως η χώρα έχει χαμηλή ανεργία, άριστη πιστοληπτική αξιολόγηση και παγκοσμίου φήμης επιχειρήσεις, που διαρκώς κατακτούν νέες αγορές; Ασφαλώς. Όμως ταυτόχρονα η Γερμανία υποφέρει από πολλά ...διαρθρωτικά προβλήματα. Το υπ’ αριθμόν ένα μακροπρόθεσμο πρόβλημα είναι η δημογραφική παρακμή της χώρας, η οποία δυναμιτίζει τη βιωσιμότητα της κοινωνικής ασφάλισης και της ίδιας της οικονομικής ανάπτυξης. Επίσης οι ανθρώπινοι πόροι της υποχρησιμοποιούνται: Ο αριθμός των ωρών εργασίας έχει αυξηθεί λιγότερο από τον ενεργό πληθυσμό. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί εργαζόμενοι εξαναγκάζονται σε μερική απασχόληση, τη στιγμή που η κυβέρνηση ωθεί σε γρήγορη συνταξιοδότηση τις εργαζόμενες μητέρες και μεγάλο μέρος του γηράσκοντος πληθυσμού. Ακόμη έχει δημιουργηθεί σταδιακά μία μεγάλη μάζα υποαμειβόμενου εργατικού δυναμικού με την έκρηξη των λεγόμενων “mini jobs”, δηλαδή θέσεων εργασίας αμειβόμενων λιγότερο από τον κατώτατο μισθό, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται σταδιακά μέχρι το 2017. Αν και η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί κατά 17,8% τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, ο μέσος πραγματικός μισθός των γερμανών εργαζομένων είναι τώρα χαμηλότερος από ό,τι το 2000.
Όμως και ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός είναι μία ψευδαίσθηση, αν δει κανείς προσεκτικά τα μεγέθη. Τα στοιχεία ενεργητικού της οικονομίας έχουν μειωθεί κατά 500 δισ. ευρώ από το 2000 και το επίπεδο επενδύσεων έχει κατακρημνιστεί από το 22,3% του ΑΕΠ το 2000 στο 17%. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι έχουν μειωθεί υπερβολικά οι δημόσιες επενδύσεις και η ακίνητη περιουσία του κράτους, τη στιγμή που η Γερμανία θα μπορούσε να δανειστεί από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίων για κεφαλαιουχικές επενδύσεις με ιστορικά χαμηλά επιτόκια. Οι υποδομές της χώρας καταρρέουν λόγω ελλιπούς συντήρησης και αναβάθμισης, κάτι που είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι το έλλειμμα επενδύσεων αντιπροσωπεύει 3% του ΑΕΠ, ήτοι περίπου 80 δισ. ευρώ το χρόνο. Ακόμη και οι “ασθενείς” της Ευρώπης Γαλλία και Ισπανία έχουν υψηλότερο επίπεδο επενδύσεων.
Αυτή η κρίση αποεπένδυσης με τη σειρά της βυθίζει νομοτελειακά την παραγωγικότητα και διατηρεί καθηλωμένους τους μισθούς, άρα και την εσωτερική ζήτηση. Όμως η αποεπένδυση πλήττει ακόμη και το καμάρι της γερμανικής οικονομίας, τις εξαγωγές, το μερίδιο των οποίων στο παγκόσμιο εμπόριο έχει μειωθεί από το 9,1% το 2007 στο 8%. Στην πραγματικότητα το ισοζύγιο πληρωμών αντανακλά τις πολύ χαμηλές εισαγωγές και τη μεγάλη διαφορά μεταξύ του υψηλού επιπέδου αποταμίευσης και του χαμηλού επιπέδου επενδύσεων. Τέλος σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η γερμανική οικονομία είναι γεμάτη από διαρθρωτικές σκληρύνσεις: Η αγορά εργασίας είναι μία από τις πιο άκαμπτες στη Δύση, η χώρα κατατάσσεται 111η στην ευκολία έναρξης μιας επιχείρησης, ο τριτογενής τομέας της χαρακτηρίζεται από πολλά κλειστά επαγγέλματα και οι μεγάλες επιχειρήσεις της είναι όλες παλιές και καθιερωμένες, όχι νέες και καινοτόμες.
Όχι μόνον η Γερμανία δεν είναι ο “κινητήρας ανάπτυξης” της Ευρωζώνης, αλλά η εξαγωγή του μοντέλου της στους εταίρους της συμπιέζει το επίπεδο δαπανών, στομώνοντας έτσι την ανάπτυξη και αναπτύσσοντας την ολέθρια τάση αποπληθωρισμού χρέους, από την οποία είναι αδύνατο να βγούμε μόνον με τις “ανορθόδοξες” δράσεις της ΕΚΤ, αν δεν αλλάξει συνολικά το μίγμα πολιτικής στην Ευρωζώνη.

πηγή http://www.makthes.gr/news/opinions/127539/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θέλετε να βάλετε ενεργό link στο σχόλιό σας; BlogU